Βιασύνη

Ἀργά ἀνέβαζαν τὸν αἱρετικὸ στὴν ἐξέδρα νὰ τὸν κάψουν. Ὅπως προχώραγε ἡ αὐστηρὴ πομπή, πέταγαν ὅλο καὶ περσότερα ξύλα στὸ σωρὸ κι ὁ ἀρχιεργάτης κραύγαζε:

Ἄντε! Ἔχουμε κι ἄλλους ποὺ περιμένουν στὰ μπουντρούμια…

Ὁ αἱρετικὸς  ἄ κ ο υ γ ε…

Ὅταν πιὰ τὸν εἶχαν δέσει στὸ στύλο κ’ ἤλεγχε ὁ ἐκτελεστὴς τήν «ἐργασία»,.. σὰν πέρασε στὸν δεμένο ἀποκοντά, ἐκεῖνος τοῦ ψιθύρισε στ’ ἀφτί:

Ἐγώ, ἔχω λόγο νὰ βιάζωμαι – γλυτώνω ἀπὸ  μ έ ρ ε ς  βασανιστηρίων… Ἐσύ, ὅμως, κακόμοιρε, δέν νοεῖς πὼς ὁ θάνατός μου εἶν’ ἕνα βῆμα ἀπὸ σένα, κοντύτερα στὸ δικό σου πιὰ χαμό;.. 

Στὶς κατηγορίες: Πεζά
Μου αρέσει!     Κοινοποιήστε
-