Μελιγαλᾶς

Τὸ τραπέζι στρώθηκε, τὸ τζάκι φούντωσε
καί, μές στὴ χειμωνιάτικη βροχή,
γιὰ μιά στιγμὴ σὰν κάπως νὰ ξαστέρωσε.
Οἱ γείτονες κοπιάσανε μὲ δῶρα.
Σὰν τέλειωσαν οἱ χαιρετοῦρες,
ἀρχίσαν ἕνα-ἕνα καὶ μ’ ὁρμή
νὰ προβάλλουνε τὰ ἐπίκαιρα·
νὰ ξεπροβάλλουν τ’ «ἀνεπίκαιρα»!..
Τὸ χῶμα αὐτοῦ τοῦ τόπου… ἔχει μνῆμες:
Πλάι ἀκριβῶς στ’ ἀγριολούλουδα,
φυτρώνουνε καὶ τ’ ἄνθη τοῦ κακοῦ,
θρεμμένα ἀπ’ τὰ κορμιὰ καὶ τὸ αἷμα
στρώνοντας πυκνά τὸ δρόμο,
ὥς τὸ ξεκίνημα τῆς κωμόπολης
ποὖχε τὸ θλιβερὸ προνόμιο
«τιμητικά» νὰ τήνε ποῦνε: πόλη.
(Τὴν ἐλαχίστη ἐν τοῖς ἡγεμόσιν!..)
Θυμόταν ὁ κύρης τὸ σκοτωμένο του πατέρα –
θυμόταν ὁ γείτονας τὸ σκοτωμένο του ἀδερφό·
καὶ πάνω στὸ ρόφημα τοῦ ἄτυπου μνημόσυνου,
λέγαν καὶ ξαναλέγαν:  Φ τ ά ν ε ι  πιὰ ἡ διχόνοια!..
Ὅμως, ἡ ζέση νὰ μὴν ἀφήσουν  λ έ ξ η
νὰ πέσῃ χάμω, ξαναζωντάνευε τὸ κλέος
τῶν «ἔνδοξων» πολεμιστῶν τοῦ τότε..-
καί στὰ δεξιὰ καί στὰ ζερβὰ τοῦ Χάρου.
Κι ὅταν στὸ τέλος οἱ ἀγκαλιές τους
βεβαίωσαν πὼς ἐχουμε  ε ἰ ρ ή ν η  ἀκόμα,
μέσα στὶς φυλλωσιὲς χαθήκανε τὰ φάσματα
κρατῶντας τὸ ἴσο στὸ οὐρλιαχτὸ τῶν τσακαλιῶν,
ποὔρχονταν πεινασμένα ἀπ’ τὸν Βουλκάνο…

ανθούσα-μελιγαλάς-βουλκάνος-διέλευση

[Ἀνθοῦσα. 2,5 χμ. ἀπὸ Μελιγαλᾶ πρὸς Βουλκάνο.]

Στὶς κατηγορίες: Ποιήματα

Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος
16/01/2018· 2η ἐπεξεργασία: 19/04/2019.
Μου αρέσει!     Κοινοποιήστε
-