Σοφοκλέους «Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ», πρῶτο στάσιμο

Ξένε, στὴ χώρα μὲ τὰ ὡραῖα τ’ ἄλογα ἔφτασες –

στῆς γῆς πάνω τὰ καλύτερα τὰ μέρη:

τὸν περίλαμπρο Κολωνό· ἐδῶ μινύρεται

κ’ ἔρχεται συχνὰ τ’ ἀηδόνι στὰ κατάχλωρα δασάκια,

κάτω ἀπ’ τὸ βαθύχρωμο κισσό, μές στ’ ἄβατο τοῦ θεοῦ

πούναι γεμᾶτο μὲ καρποὺς πολλοὺς κι ἀνήλιαγο·

ἄνεμος δέν τὸ πιάνει,

μήτε χειμώνας δῶ ποὺ ὁ Βάκχος Διόνυσος

πάντοτε βαδίζει

μὲ νύμφες στὸ κατόπι.

Θάλλουν στὴ δροσοῦλα, κάθε μέρα,

ὄμορφος καὶ φουντωτὸς

ὁ νάρκισσος — γιὰ τὶς μεγάλες θεὲς τὸ ἀρχαῖο στεφάνι —

κι ὁ χρυσόξανθος ὁ κρόκος. Οἱ ἄυπνες οἱ κρῆνες δὲ στερεύουνε ποτέ

κ’ ἔτσι  ρ έ ε ι   ὁ Κηφισός· μέρα τὴ μέρα πάντα

γοργοπροβαίνει στὰ λιβάδια

ρίχνοντας νερὰ καθάρια

στὴν πλατειά τὴ γῆ. Μὰ κι οὔτε τῶν Μουσῶν ποτὲ οἱ χοροὶ

σταμάτησαν σ’ αὐτὸν τὸν τόπο,

μήτ’ ἔλειψε ἡ Ἀφροδίτη μὲ τὰ χρυσαφιὰ τὰ χαλινά της.

Ἄλλο ἐγὼ στὴ γῆ τῆς Ἀσίας δέ γνωρίζω

ἢ στὸ μεγάλο τὸ δωρικὸ νησὶ τοῦ Πέλοπα, βλαστάρι

ποὺ φύτρωσε μοναχὸ καὶ μόνο μεγαλώνει,

σταλάζοντας τὸ φόβο σ’ ἐχθρικὲς ψυχές·

ἀνθίζει σ’ αὐτὴ τὴ χώρα περσότερο ἀπ’ τὶς ἄλλες:

τὸ γκρίζο φύλλο τῆς  ἐ λ η ᾶ ς  ποὺ θρέφει τὰ παιδιά.

Μήτε νέος, οὔτε γέρος

μπορεῖ νὰ βάλῃ χέρι νὰ τ’ ἀφανίσῃ –

τ’ ἄγρυπνο τὸ βλέμμα τους

ἔχουν πάνω του στραμμένο ὁ Δίας ὁ προστάτης

κ’ ἡ Ἀθηνᾶ ἡ γαλανομάτα.

Κι  ἄ λ λ ο ς  ἕνας ἔπαινος γιὰ τῆς μητρόπολης αὐτῆς

τὸ κάλλιστο

τὸ δῶρο — θεοῦ μεγάλου! —

<καὶ τῆς γῆς> τὸ   μ έ γ ι σ τ ο  καύχημα:

γιὰ τὰ ὄμορφα ἄλογα, τὴν ἀφθονία καὶ τὴ  θάλασσα.

Κ ρ ο ν ί δ η, σύ εἰσαι,

ἄναξ Ποσειδώνα, ποὺ τὴ φήμη του στερέωσες,

ὅταν τὸ χαλινό, ποὺ τ’ ἄλογα δαμάζει,

πρῶτος σ’ αὐτοὺς τοὺς δρόμους τὸν δοκίμασες·

καθὼς καὶ τοὺς σκαλμούς τοὺς φοβεροὺς

ποὺ στὰ πλάτη τοῦ Ὠκεανοῦ

ἀντιχτυποῦν καὶ τὶς ἑκατοπόδαρες

ἀκολουθοῦνε Νηρηίδες.

[Μτφ ἀπ’ τὴν ἔκδ.: Sophoklis, Tragoediae, iterum edidit R. D. Dawe, BSB B. G. Teubner Verlagsgesellschaft, Lipsiae, 1885, τ. II, σελ. 171-2, στ. 668-719.]

Στὶς κατηγορίες: Ἀρχαία Γραμματεία Ἀρχαῖο Δρᾶμα Θέατρο Μεταφράσεις
Μου αρέσει!     Κοινοποιήστε
-