Ἐρείπια - Μνῆμες τῆς Πέτρας

Τὸ παραστάσιμο κείμενο γιὰ τὶς 31 Ἰουλίου 2016, στὶς Γιορτὲς τῆς Πέτρας ποὺ ὀργανώνουν τὰ Ἄνθη τῆς Πέτρας στὰ Λαγκάδια τῆς Ἀρκαδίας. [Ὡρισμένα μουσικὰ παραθέματα εἶναι μονάχα ἐνδεικτικὰ ὡς πρὸς τὴν ἐκτέλεσή τους κατὰ τὴ διάρκεια τῆς παράστασης.]

Ἐπιμέλεια-Διασκευή-Δραματουργία: Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος

Μουσικὴ ἐπιμέλεια: Duo Arioso: Σοφία Μαυρογενίδου, Ἄρης Χατζησταύρου


Ὀβερτούρα: Ἄρης Χατζησταύρου, Πουλιά.

[Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ἀπὸ τὸ Ἄξιόν ἐστι, Ἀνάγνωσμα πρῶτο:]

Τὸν πλοῦτο, δὲν ἔδωκες ποτέ σ’ ἐμένα –

τὸν ὁλοένα ἐρημούμενο ἀπὸ τὶς φυλὲς τῶν  Ἠ π ε ί ρ ω ν

και ἀπ’ αυτές παλι ἀλαζονικά,  ὁ λ ο έ ν α  δοξαζόμενο!..

[Γιῶργος Χειμωνᾶς, ἀπὸ τοὺς Χτίστες:]

Οἱ χτίστες:

Ἕνας λαὸς ἐφάνηκε σὰν τοὺς Δωριεῖς –  χ τ ί σ τ ε ς  ἀπὸ τὴν Ξάνθη.

Μουσική: Ζωναράδικος.

Ν ύ χ τ ε ς  ποὺ κράτησαν, ὅσο γενιὲς ἀφουγκράζονταν τοὺς σεισμούς… κ’ ἐλάτρευαν τὴν τέχνη τῆς  π έ τ ρ α ς…  Ἀπὸ πανάρχαια παράδοση – οἰκογένειες ἀπὸ σπουδαίους τεχνίτες! Νομάδες… ποὺ ποτέ δὲν κατοικοῦν – ὅλο φεύγουν!..

Ἡ χώρα αὐτὴ ρημάχτηκε καὶ κάλεσαν τοὺς χτίστες, γιὰ νὰ ξαναχτιστῇ. Μέρες καὶ νύχτες δούλευαν· ὅλες μαζὶ οἱ οικογένειες τῶν χτιστῶν νὰ κουβαλοῦν μὲ βιασύνη! Ἔτσι στήθηκαν παντοῦ γεφύρια σκαλιστά – μὲ καμάρες ἀπανωτές, σὰ νὰ γεννοῦσε ἡ μιά τὴν ἄλλην.

Τώρα, οἱ χτίστες τέλειωσαν καὶ γιόρτασαν ἀνάβοντας φωτιές.

Χόρευαν πάνω στὰ κάρβουνα… καὶ μούγκριζαν… κ’ ἔκλαιγαν.

Φύγαν…

καὶ χάθηκαν.

Οἱ θόλοι μὲ  τ ρ ι γ μ ο ύ ς  συγκρατοῦν τὸ φῶς

μαζὶ μὲ τὴν ἠχώ… τῶν τραγουδιῶν τῆς Θράκης…

Μουσικὸ θέμα τοῦ ἀνέμου.

[Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ἀπὸ τὸ Ἄξιόν ἐστιἈνάγνωσμα πρῶτο:]

Ἔλαβε τὸν Βότρυ ὁ Βορρᾶς

καὶ τὸν Στάχυ ὁ Νότος

τὴ φορὰ τοῦ ἀνέμου ἐξαγοράζοντας,

καὶ τῶν δέντρων τὸν κάματο, δύο καὶ τρεῖς φορὲς

ἀνόσια ἐξαργυρώνοντας…

[Ἀλέξης Σταμάτης, ἀπ’ τὸ Μπὰρ Φλωμπέρ:]

Τὰ Λαγκάδια δέν ἦταν μακριά..- καμμιὰ δεκαπενταριὰ χιλιόμετρα ἀπ’ τὴ Δημητσάνα. Ἤμουν  ἐ δ ῶ  – στὸν τελευταῖο τόπο ποὺ θὰ μποροῦσα νάβρω τὸν ἄνθρωπο πού, γιὰ χάρη του, εἴχ’ ἀναστατώσει τὴ ζωή μου.

Ἀπ’ τὴ διασταύρωση περνοῦσε ὁ ἀσφαλτόδρομος Πύργου-Τριπόλεως, π’ ὡδηγοῦσε καὶ στὰ Λαγκάδια…

Δέν πέρασε πολλὴ ὥρα, ἀφοῦ εἶχα προσπεράσει τὶς πηγὲς τοῦ Λούσιου, ὅταν ξεδιπλώθηκε μπροστά μου τὸ πανόραμα τοῦ χωριοῦ: Ἤτανε χτισμένο κατακόρυφα στὴν πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ, πούχε καταλάβει σχεδὸν ἐξ ὁλοκλήρου, ἐνῷ κάθε σπίτι ἔμοιαζε σὰ νὰ στηρίζεται στὴ στέγη τοῦ ἀποκάτω. Ὁ ἀνώνυμος πολεοδόμος εἶχ’ ἐκμεταλλευτῆ στὸ  ἔ π α κ ρ ο  τὴ φυσικὴ κλίση τοῦ τοπίου, μ’ ἀποτέλεσμα ὁ οἰκισμὸς νάχῃ σχῆμα ἀρχαίου ἀμφιθεάτρου μὲ τὸ κοίλο στὴ ρίζα τῆς πλαγιᾶς, ἀπ’ ὅπου περνοῦσε ἡ ρεματιά.

Δέ δυσκολεύτηκα νὰ βρῶ τὸ Μοτὲλ Λούσιος ἐπὶ τοῦ κεντρικοῦ ἀσφαλτόδρομου. Τὸ ἐσωτερικό, μοῦ ΄φερνε ἀναμνήσεις ἀπὸ κρατικό νοσοκομεῖο: λευκοί τοῖχοι· μακριοί, στενοί διάδρομοι· καταθλιπτικά φωτιστικά… Τὸ δωμάτιό μου, παρ’ ὅλη τὴ συνακόλουθη θλιβερή εἰκόνα, εἶχε ἀναμφίβολα ἕν’  ἀ τ ο ύ:  τὸ μεγάλο μπαλκόνι, ποὺ ἐξεῖχε σὰ φυσικός πρόβολος στὴν πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ, ἀπ’ ὅπου μποροῦσες ν’ ἀγναντέψῃς ὥς πέρα κάτω στὴ ρεματιά…

(Παύση.)

Ἄρχισα ν’ ἀνεβαίνω ρωτῶντας ὅποιον συναντοῦσα στὸ δρόμο ἢ ἔβλεπα νὰ κάθετ’ ἔξω. Εἶχα φτάσει ἀρκετά ψηλά – πέρασα κι ἀπ’ τὸ νεκροταφεῖο, πού, λόγῳ κλίσεως τοῦ ἐδάφους, ἦταν χτισμένο σὲ  π έ ν τ’ ἐπίπεδα,.. ὅταν βρέθηκα πρόσωπο μ’ ἕνα χτίστη, σὰ μόλις ἔστριβε στὴ γωνιὰ μὲ σακκὶ στὴν πλάτη:..

— Φίλε, μήπως εἶσαι πλασιέ;, μὲ ρώτησε κοιτάζοντας τὴν τσάντα μου…

Γέλασα καὶ τοῦ ἐξήγησα τί ψάχνω…

— Ἐγώ, φίλε, χτίζω σπίτια ἐδῶ καὶ δεκαπέντε χρόνια. Τέτοι’ ὄνομα δέν ἔχω ἀκούσει…

Μιλάω, ὅμως, γιὰ εἴκοσι τρία χρόνια  π ρ ί ν  – γιὰ τὸ ΄75!..

Ρώτα ψηλά,  π ά ν ω  ἀπ’ τὸ Δεληγιανναίικο – αὐτοὶ εἶναι παλιότεροι…

Ἀνέβαινα μηχανικά τὴν ἀνελέητη ἀνηφόρα μές στὴ ζέστη, ἀνάμεσα στὰ πεῦκα, στὶς βελανιδιὲς καὶ στὰ κυπαρίσσια – προχωρῶντας πρὸς τὴν κορυφὴ τοῦ χωριοῦ. Ἔνοιωθα τὴν ἀναπνοή μου νὰ ἐπιταχύνεται, καί, συνάμα, ἕνα αἴσθημα σὰ μέθη:..

[Γιῶργος Σεφέρης, ἀπ’ τὰ Σχέδια γιὰ ἕνα καλοκαίρι: Ἄνθη τῆς Πέτρας:]

Ἄ ν θ η  τ ῆ ς  π έ τ ρ α ς

μπροστὰ στὴν πράσινη θάλασσα

μὲ φλέβες, ποὺ μοῦ θύμιζαν ἄλλες ἀγάπες,

γυαλίζοντας στ’ ἀργό ψιχάλισμα·

ἄνθη τῆς πέτρας

φυσιογνωμίες ποὺ ἦρθαν,

ὅταν  κ α ν έ ν α ς  δὲ μιλοῦσε,..

καὶ μοῦ  μ ί λ η σ α ν·

ποὺ μ’ ἄφησαν νὰ τὶς ἀγγίξω

ὕστερ’ ἀπ’ τὴ σιωπὴ

μέσα σὲ πεῦκα,..

σὲ πικροδάφνες…

καὶ σὲ πλατάνια…

Μουσική: E. Elgar, Chanson de matin.

[Ἀλέξης Σταμάτης, ἀπ’ τὸ Μπὰρ Φλωμπέρ:]

Προσπέρασα τὸ περίπτερο τῆς πλατείας καὶ πῆρα τὰ σκαλοπάτια πρὸς τὰ κάτω· τὰ σπίτια στὴ μεριὰ ἐκείνη τοῦ οἰκισμοῦ ἦταν ἀραιότερα: μερικά, ἐγκαταλειμμένα – ἄλλα, μισοκατεστραμμένα. Ὅπως κατηφόριζα, συνάντησα τρεῖς-τέσσερεις κοτσονάτους ἡλικιωμένους, ποὺ πρέπει νάταν χτίστες, μιὰ κι ὁ καθένας τους μαστόρευε – ὁ ἕνας σὲ πόρτα, ὁ ἄλλος σὲ παράθυρο…

Ἡ περιοχὴ εἶχε  π α ρ ά δ ο σ η  στὸ ἐπάγγελμα. Τὰ Λαγκάδια, τὸν παλιό καιρό, ἦταν πατρίδα τῶν βλαχομαστόρων πόχτισαν σχεδὸν ὁλόκληρη τὴν Πελοπόννησο. Ἀναρωτήθηκα… ἂν κάποιοι ἀπόγονοί τους… εἶχαν χτίσει καὶ τὸ σπίτι κείνου πούψαχνα… Στὴ συνηθισμένη ὅμως ἐρώτηση, ἡ ἀπάντηση στὰ Κάτω Λαγκάδια ἦταν:

Ρώτα πιό χαμηλά – μήπως ξέρουν οἱ τσομπάνηδες…

Ὕστερ’ ἀπό ΄να τέταρτο κατηφορικῆς διαδρομῆς, εἶχα φτάσει πιὰ στὰ τελευταῖα σπίτια· δέ διατηροῦσαν πιὰ παρὰ μιὰ χαλαρὴν ἐπαφὴ μὲ τὸ χωριό. Στ’ ἀριστερά μου, ἄκουγα τὴ ρεματιὰ νὰ κελαρύζῃ· ἀπὸ μακριά, βελάσματα καὶ κουδουνίσματα προβάτων… Ἡ βλάστηση, πυκνή.

(Παύση.)

Στάθηκα σ’ ἕνα ἴσιωμα καὶ κοίταξα ἀκόμα πιὸ κάτω – κεῖ ποὺ τὸ ἔδαφος γινόταν ἐπίπεδο. Στ’ ὀπτικό μου πεδίο δέν εἶχα παρὰ τέσσερα σπίτια: τὰ δυό, χτισμένα κοντά – δίπλα σχεδόν· τὸ τρίτο —ἕνα μεγάλο γκρίζο κτήριο μὲ κεραμιδωτὴ στέγη— πιό χαμηλά, δίπλα στὸ ρέμα, ἑνῷ τὸ τέταρτο —ἕνα κιτρινισμένο διώροφο— ἀπέναντι, στὴν ἄλλη μεριὰ τῆς ρεματιᾶς.

Πλησίασα στὸ πρῶτο σπίτι – θεόκλειστο!.. Ἡ δίφυλλη πόρτα, ἀμπαρωμένη μὲ δυὸ τεράστιους σύρτες.  Ἴ χ ν ο ς  ἀνθρώπου. Πῆγα στὸ διπλανὸ καὶ χτύπησα διακριτικά τὴν πόρτα…  Ἕνας ἀκόμα γεράκος πρόβαλε:

— Μ α τ θ α ί ο υ;  – ὄχι, κύριε μου, δέν ξέρω!, εἶπε ξερά… καὶ μοῦ τὴν ἔκλεισε στὰ μοῦτρα!..

Γιὰ νὰ φτάσω στὸ γκρίζο σπίτι, κατέβηκα ὥς τὸ ρέμα. Εἶχα πιὰ ἀπομακρυνθῆ γιὰ τὰ καλά ἀπ’ τὰ Λαγκάδια. Βρισκόμουν τώρα σ’ ἕνα τοπίο μὲ μικρότερη κλίση: Βουνοπλαγιὲς δεξιὰ κι ἀριστερὰ τ’ ἀγκάλιαζαν προστατευτικά· τὸ νερὸ κυλοῦσε σὰ μετάξι, μ’ ἦχο τόσο ἁρμονικό:..

[Γιάννης Ρίτσος, Ἀπ’ τὰ Δεκαοχτὼ λιανοτράγουδα τῆς πικρῆς πατρίδας: Κυκλάμινο:]

— Κυκλάμινο,..

κυκλάμινο!,

στοῦ  β ρ ά χ ο υ  τὴ σχισμάδα,
ποῦ βρῆκες χρώματα κι ἀνθεῖς,

ποῦ μίσχο καὶ σαλεύεις;

Μουσική: Ἔρι, πάλι…

— Μέσα στὸ  β ρ ά χ ο  σύναξα

τὸ γαῖμα στάλα-στάλα,

μαντίλι ρόδινο ἔπλεξα

κ’ ἥλιο μαζεύω τώρα!..

[Νίκος Θέμελης, απ’ τν Αναζήτηση:]

Χτίζαμε σπίτια ὅπου κι ἂν μᾶς καλούσανε: ἀρχοντικά,.. ἁπλῶν ἀνθρώπων..- μέχρι κ’ ἐκκλησιές· ἀρκεῖ νὰ ἐξασφαλίζαμε, ὅσο γινόταν, μιὰ δίκαιη ἀμοιβὴ καὶ τὴν ἀποπληρωμή της… Στὴ συμφωνία πάντα ἔμπαινε ἡ ἐξασφάλιση τροφῆς καὶ στέγης.

Ἀ γ α π ο ύ σ α μ ε  τὴ δουλειά μας κι ἂς ἤτανε σκληρή… Δουλεύαμε καλά τὴν πέτρα, γιατὶ τὴν  ξ έ ρ α μ ε!..  Γνωρίζαμε τὰ χούγια της, τὴ φύση της, πῶς τηνε πιάνεις, πῶς τηνε χτυπᾷς καὶ ποῦ ν’ ἀνοίγῃ· πῶς τηνε λαξεύεις, πῶς τὴν τοποθετεῖς – πῶς χαντρώνεις…

Τὰ καντούνια τάριχνα πάντα ἐγώ, τὸ ἴδιο καὶ τὶς βόλτες – μικρές, μεγάλες. Ἐγώ διάλεγα κ’ ἔριχνα τὶς πλάκες πάνω ἀπὸ πόρτες, παράθυρα ἢ παραθοῦρες καί, φυσικά, ἐγώ τὰ θυρώματα καὶ τὰ σαχνισίνια – εἴτ’ ἀπὸ πέτρα, εἴτ’ ἀπὸ δρένιο ξύλο… Ἅμα μᾶς ἀρέσανε τὰ σχέδια,.. μᾶς ἔβγαινε καὶ τὸ μεράκι… καὶ παιδευόμασταν γιὰ χάρη τῆς  ὁ μ ο ρ φ ι ᾶ ς – γιὰ πράμματα ποὺ δέν ἤτανε στὴ συμφωνία.

Σχέδια ἁπλᾶ μποροῦσα καὶ μόνος νὰ φτειάξω – σχέδια ξένων, ὅσο περίπλοκα καὶ νάταν, τὰ  δ ι ά β α ζ α…  Μὲ συνεπαίρνανε! – δικά μου ἢ ξένα… Τὰ θεωροῦσα ἀπαραίτητα καὶ γιὰ τ’ ἁπλᾶ τὰ σπίτια… τῶν  ἁ π λ ῶ ν  ἀνθρώπων. Νάναι μ’ ἀκρίβεια γιὰ νὰ πλησιάσῃς ἀπὸ τὰ  π ρ ὶ ν  τὴν ὀμορφιὰ τοῦ μόχθου σου πάνω στὴν πέτρα. Καί, σὰν τελειώναμε κ’ ἐγκρίναμε πρῶτα ἐμεῖς οἱ ἴδιοι —μόνοι μας καὶ μέσα μας!— τοὺς κόπους μας καὶ τ’ ἀποτελέσματα τους,.. τότε… νοιώθαμε περήφανοι σὰ νάτανε  δ ι κ ό  μας σπίτι!..

Προτοῦ τελειώσῃ κἂν ἡ δουλειὰ ἐκείνη, μᾶς ἦρθε ἀπανωτὰ δεύτερη, τρίτη καὶ τέταρτη ἀκόμα πρόταση: Ἡ πρώτη, ἀπ’ τὴ Σμύρνη· ἡ ἄλλη μές ἀπό ΄να χωριό (τὸ λέγαν Μόλυβο). Ἦταν ἀδύνατο νὰ πάρουμε συγχρόνως καὶ τὶς  τ ρ ε ῖ ς  δουλειές – ἑπτά ἤμασταν ὅλοι κι ὅλοι, μὰ δέ μοῦ πήγαινε κιόλας ν’ ἀποδιώξουμε τὴν τύχη μας…

Ὅπως καὶ νάταν, χρειαζόμασταν κι ἄλλα χέρια. Εἶπα στὰ γρήγορα στὴ Σμύρνη: ὄχι κ’ ἔστειλα μήνυμα σὲ κάτι φίλους Λαγκαδινούς, πολύ καλοὺς μαστόρους, ποὺ τότε χτίζανε στὸν Πειραιά.

Μές στὴν ἑβδομάδα τελειώσανε τὰ σχέδια,.. οἱ ὑπολογισμοί,.. οἱ μετρήσεις… Εἶχα τὶς ἀπαντήσεις, γιὰ νὰ παρουσιάσω τὴν τελική μου πρόταση. Εἰδοποιήθηκαν ὅλοι καὶ τὴν Κυριακή, μετά τὴ λειτουργία, κάτσαμε στὸν αὐλόγυρο· μίλησα· τάπαμ’ ὅλα· τὰ  σ υ μ φ ω ν ή σ α μ ε…  Ὅσο κουράστηκα ἐγὼ νὰ πῶ τὸ ναὶ μέσα μου, τόσο πιὸ εὔκολα δῶσαν οἱ ἄλλοι τὴ συγκατάθεση τους.

Τὴν ἑπομένη ἔφευγε πρωί-πρωὶ καΐκι ἀπ’ τὸ Μόλυβο γιὰ τὸ Κάστρο – τὸ προτίμησα. Τὸ ἴδιο βράδυ θὰ βρισκόμουν στοὺς δικούς μου, γιὰ νὰ δῶ πῶς προχωράγανε καὶ νὰ ρυθμίσω ποιοί θάμεναν κάτω καὶ ποιοί θα ΄ρχόντουσαν στὸ Μόλυβο. Οἱ Λαγκαδινοὶ τόχαν κιόλας συμφωνήσει μὲ τὸν ἀδερφό μου: Ὅλοι μαζί καὶ μόνο στὸ Κάστρο…

Ἔπειτ’ ἀπὸ μιὰν ἀτέλειωτη κουβέντα ποιός θάμενε καὶ ποιός θάφευγε, βλέποντας καὶ τὶς ἀνάγκες τῆς πρωτεύουσας, ποὺ ἦταν κ’ ἡ πρώτ’ ὑποχρέωση καὶ δέν ἔπρεπε νὰ τοὺς ἐγκαταλείψουμε, ἀποφασίσαμε πώς, μόλις ἔρθουνε οἱ τρεῖς Λαγκαδινοί (τ ρ ε ῖ ς  ἀπ’ τοὺς δικούς μας θα ΄ρχόντουσαν στὸ Μόλυβο καί, πάντως, ὄχι ὁ ἀδερφός μου), τὰ ὑπόλοιπα χέρια θὰ προσπαθοῦσα νὰ τὰ βρῶ ἀποκεῖ…

Μουσική: Ἄρης Χατζησταύρου, Νυχτερινό.

[Γιάννης Ρίτσος, ἀπ’ τὰ Δεκαοχτὼ λιανοτράγουδα τῆς πικρῆς πατρίδας: Τὸ χτίσιμο.:]

— Τὸ σπίτι αὐτὸ πῶς θὰ χτιστῇ,

τὶς πόρτες ποιός θὰ βάλῃ

πουναι τὰ χέρια λιγοστά

κι ἀσήκωτες οἱ πέτρες;..

— Σ ώ π α..-  τὰ χέρια στὴ δουλειά

τρανεύουν κι αὐγαταίνουν…

Καὶ μήν ξεχνᾷς π’ ὁλονυχτίς,

βοηθᾶν κ’ οἱ ἀποθαμένοι…

[Γιώργος Κοτζιούλας, Τὸ μαστορόπουλο:]

Τὸν πῆραν τὸν Κολιό –

τὸν πῆραν οἱ  μαστόροι

παιδὶ ἀπὸ τὸ σκολειό

νὰ μάθῃ πηλοφόρι.

Καρδιὰ πονετική

τὸν ξέβγαλε μὲ κλάμα:

— Τετράδη-Κυριακή,

θὰ καρτερῶ γιὰ γράμμα!..

Δὲ σώνει ἄλλο νὰ ἰδῇ –

παιδεύεται τὸ μάτι:

Κρατοῦσ’ ἕνα ραβδί·

τὸ στρῶμα του στὴν πλάτη…

Μᾶς ἔφυγε ὁ Κολιὸς

κ’ εἶχε  μιὰ τέτοια λύπη!..

Θάναι ὅλοι δῶ τ’ Ἀη-Λιὸς

καὶ μόνο αὐτός θὰ λείπῃ…

[Ἄρης Φακίνος, ἀπ’ Τὸ ὄνειρο τοῦ πρωτομάστορα Νικήτα:]

Απὸ πολύ παλιά, ἀπὸ τὰ προϊστορικά σχεδὸν χρόνια, ὁ ἄνθρωπος ἐμπιστεύεται στὸ φθαρτὸ καὶ πρόσκαιρο κτίσμα ἕνα σωρὸ μηνύματα γιὰ τοὺς κατοπινούς καιρούς – τοὺς μέλλοντες κόσμους· παίρνει ἕνα κομμάτι μάρμαρο ἢ κάποιο ὀγκολίθι καὶ λαξεύει, χαράζει, σκαλίζει· μιλάει γιὰ τοὺς καημούς… καὶ γιὰ τὰ ὄνειρά του στοὺς μεταγενέστερους. Ὅλοι ἐλπίζουν, ὅλοι ἐπιδιώκουν ν’ ἀπομείνῃ  κ ά τ ι  ἀπὸ τὸ γρήγορο πέρασμά τους σ’ αὐτὴ τὴ Γῆ – ἡ παρουσία καὶ τὸ ἔργο τους νὰ βροῦνε μιὰ  μ ι κ ρ ὴ  θεσούλα στὴ μνήμη τῶν ἀνθρώπων…

Μουσική: Lully, Μάρς.

[Ν. Π., Ἐρείπια:]

Ἐρείπια μιᾶς  ἄ λ λ η ς  ἐποχῆς ἀνοίγω,

γιὰ ν’ ἀκουμπήσω μνῆμες σφαλιστές

στ’ ἀγκωναριῶν τὴν πλάτη, πρὶν νὰ φύγω

καὶ νὰ φοβίσω ἐπίδοξους λῃστές…

Ξυλοδεσιὲς σκισμένες μ’ ἀπειλοῦνε

σὰν κουβαλοῦν σπασμένες δυό ζωές·

«κλειδιά» μετέωρα κρατοῦνε –

παράθυρα καὶ πόρτες ἀνοιχτές.

Ἁρπαχτικά τῆς Μνήμης ξεχυθῆκαν

ψ ο φ ί μ ι α  νὰ βροῦνε στὸ λαγκάδι –

ἄδεια κουφάρια· μακριά ἀπ’ τὰ φῶτα,

σκυλεύουν ἀπ’ το πρωί ὥς τὸ βράδυ!..

[Ἄρης Φακίνος, ἀπ’ Τὸ ὄνειρο τοῦ πρωτομάστορα Νικήτα:]

Γύρω ἀπὸ τὴ Βίγλα, ὁ τόπος, σπαρμένος ἐρείπια: Κάθε λογής,.. κάθ’ ἐποχῆς· τὸ μέρος, βλέπεις, ἕνα  π έ ρ α σ μ α,  ὅπως, ἄλλωστε, κι ὁλάκερ’ ἡ Ἑλλάδα: Δρόμος ἀνεβαίνει ἀπὸ τὸ Νότο – δρόμος κατεβαίνει κι ἀπὸ τὸ Βορρᾶ· ὁ Κόσμος ζῇ ἀνάμεσα σ’ Ἀνατολή καὶ Δύση· ἡ μνήμη του, φορτωμένη ἀπὸ συγκρούσεις καὶ σφαγές· τὰ χρώματά του… γνώρισαν ἀμέτρητους πολέμους πούρχονταν κ’ ἔστηναν οἱ ξενομπάτες συναμετάξυ τους.

Οἱ ἄνθρωποι  ἀ ν τ ι σ τ έ κ ο ν τ α ν,  γιὰ νὰ μήν τοὺς πάρῃ σβάρνα ὁ ἕνας κι ὁ ἄλλος· ἄφηναν τὰ χωριὰ καὶ τὰ σπίτια τους καὶ σκαρφάλωναν στὰ γειτονικὰ βουνά – ἁρπάζονταν ἀπ’ τοὺς βράχους σὰν τ’ ἀγρίμια· περίμεναν…

νὰ περάσ’ ἡ μπόρα…

Κι ὅταν κάποτ’ ἐρχόταν αὐτή ἡ εὐλογημένη ὥρα, κατεβαίνανε καὶ πάλι στὸ μικρό τους ὀροπέδιο καὶ ξανάστηναν  ὄ ρ θ ι α  τὰ γκρεμισμένα τους σπίτια.

Μουσική – ἀτάκα: C. Machado, Pacoca.

[Ἄρης Φακίνος, ἀπ’ Τὸ ὄνειρο τοῦ πρωτομάστορα Νικήτα:]

Σταματάγαμε συχνά στοὺς περίπατους, γιὰ νὰ ξανασάνουμε μπρὸς σὲ παμπάλαια, μὰ καὶ νεώτερα ἀπογκρεμίδια: ὑπολείμματα ἀπ’ ἀρχαῖα καὶ βυζαντινὰ κτίσματα· ἀπὸ ξωκλήσια μοναχικά, χορταριασμένα, καταπιωμένα σχεδὸν ἀπὸ τὸ χῶμα καὶ τ’ ἀγριόχορτα…

Κ’ ἐκεῖ ποὺ κοιτάγαμε συλλογισμένοι καὶ σιωπηλοί, τύχαινε καὶ ξεδιακρίναμε κάπου κοντά, μισοσφηνώμενη στὸ χῶμα, κάποια δουλεμένη πέτρα μὲ χαραγμένη πάνω της μιὰ  μ ι σ ο γ ρ α μ μ έ ν η  λ έ ξ η  –  κατάλοιπο ἀπὸ κάποιο σχέδιο ποὺ ποιός ξέρει τί νὰ σήμαινε μιὰ φορὰ κ’ ἑναν καιρό

Σὰ μαυλισμένοι ἀπὸ κεῖνο τ’ ἀσήμαντο εὕρημα, πλησιάζαμε μὲ βήματα ποὺ λές κ’ ὑπαγορεύονταν ἀπὸ δύναμη ἔξω ἀπὸ τὸ δικό μας καιρό – τὸ  δ ι κ ό  μας κορμί· γονατίζαμε καὶ κοιτάζαμε δίχως νὰ σχολιάζουμε· προσπαθούσαμε

νὰ καταλάβουμε,..

νὰ μαντέψουμε,..

νὰ φανταστοῦμε:

Πόσα χρόνια νὰ πέρασαν τάχα ἀπὸ κείνη τὴ μέρα ποὺ κάποιος ἄγνωστος τεχνίτης, ἢ ἁπλὸς λιθοπελεκητής, θέλησε ν’ ἀφήσῃ ἀνεξίτηλο ἀχνάρι πάνω σ’ αὐτὴ τὴν πέτρα;.. Σὲ ποιούς ἠθελε νὰ μιλήσῃ; – τί εἰχε νὰ τοὺς πῇ;..

Καὶ νά: Ξαφνικά, πετάγονταν μπροστά μας ἕνα ζούδι ἢ μιὰ σαύρα, σκαρφάλωναν στὴν πέτρα γιὰ νὰ ζεστάνουν τὸ αἷμα τους στοῦ ἥλιου τὴν πυρά, κι ἀκινητοῦσαν  ἐ κ ε ῖ  ἀ κ ρ ι β ῶ ς  ποὺ ἦταν χαραγμένα τὰ γράμματα· χαίρονταν τὴ ζεστασιά!

Κ’ ἐμεῖς, ἀπὸ τὴ μιά στιγμὴ στὴν ἄλλη, ξεχνάγαμε τὴ φροντίδα γιὰ τὸ παρελθόν —τὰ ἐρωτηματικὰ καὶ τὶς ἀγωνίες μας— καὶ κοιτάγαμε ἀμίλητοι, μέναμ’ ἐκστατικοί μπροστὰ στὴ δύναμη πούχουν οἱ πρόσκαιρες ἀνάγκες σ’ αὐτὸ τὸν Κόσμο..- μπροστὰ στὴ  ζ ω ή.

Μουσικὸ θέμα τοῦ ἀνέμου.

[Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ἀπὸ τὸ Ἄξιόν ἐστιἈνάγνωσμα πρῶτο:]

Ἄλλο ἐγώ

πάρεξ τὸ θυμάρι στὴν καρφίδα τοῦ ἥλιου, δέν ἐγνώρισα,

καὶ πάρεξ

τὴ σταγόνα τοῦ νεροῦ στ’ ἄκοπα γενια μου, δέν ἐνοιωσα.

Μα τραχύ τὸ μάγουλο ἔθεσα…

στὸ  τ ρ α χ ύ τ ε ρ ο  τῆς πέτρας,

αἰῶνες κ’ αἰῶνες.

Ἐκοιμήθηκα πάνω στὴν ἔγνοια τῆς  α ὐ ρ ι α ν ῆ ς  ἡμέρας,

ὅπως ὁ στρατιώτης ἐπάνω στὸ  τ ο υ φ έ κ ι  του.

Καὶ τὰ ἐλέη τῆς νύχτας ἐρεύνησα,

ὅπως ὁ  ἀ σ κ η τ ὴ ς

τὸ  Θ ε ό  του:

[Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ἀπ’ τὸν Ἀμερικάνο:]

Ὁ ξένος, ἔστρεψε τὸ βλέμμα δεξιὰ καὶ ἀριστερά. Ἔπειτα, τὸ προσήλωσεν  ἐ π ι μ ό ν ω ς  εἰς τινα μικρὰν οἰκίαν, τὴν ὁποίαν ἐκοίταξεν ἐπὶ μακρόν, ὡς νὰ προσεπάθῃ ν’ ἀναμνησθῇ καὶ ν’ ἀναγνωρίσῃ τι…

Τέλος, εἰσῆλθεν εἰς στενὸν δρομίσκον διασχίζοντα τὴν συνοικίαν, κ’ ἔγινεν ἄφαντος…

Ἐάν, ἐν τούτοις, τὸν παρηκολούθῃ τις, θὰ ἔβλεπεν ὅτι, ἀφοῦ προέβη ὀλίγα βήματα, ἐστράφη ὑψηλότερα καὶ ἀνῆλθε τέσσαρας οἰκίας ἀνωτέρω τοῦ μικροῦ οἴκου, τὸν ὁποῖον ἐπιμόνως ἐκοίταζε πρίν, ὅπου μεταξὺ δύο οἰκιῶν ἐσχηματίζετο κενόν τι, ἐν μέρει θαπτόμενον ἀπὸ λείψανα δύο τοίχων:

Ἐφαίνετο ὅτι ἦτο χάλασμα – ἐρείπιον οἰκίας οὐ πρὸ πολλοῦ κατεδαφισθείσης. Ὁ ξένος, ἀφοῦ ἐκοίταξε τριγύρω, νὰ ἰδῇ μήπως τὸν παρετήρει τις, εἰσῆλθε δειλός εἰς τὸ χάλασμα ἐκεῖνο, ὅπου εἰς τὴν γωνίαν τῶν δύο τοίχων ἐφαίνετο κόγχη τις μαυρισμένη, ὡς νὰ ὑπῆρχεν  ἐ σ τ ί α  ἐκεῖ τὸ πάλαι…

Εἰσῆλθεν ἀσκεπής,.. κρατῶν τὸν πίλον εἰς τὰς χείρας,.. ἐγονάτισε, κ’ ἐστήριξε τὸ μέτωπον ἐπὶ τῶν ψυχρῶν λίθων τῆς γωνίας ἐκείνης. Ἀφοῦ ἔμεινεν ἐπὶ τρία λεπτὰ γονυκλινής, ἠγέρθη,.. ἐσπόγγισε τοὺς ὀφθαλμούς του,.. καὶ ἀπεμακρύνθη βραδέως…

Ἐπανελθὼν πάλιν χαμηλότερον, ἐστάθη εἰς τὸ μέσον τοῦ δρομίσκου οὐ μακρὰν τῆς οἰκίας, τὴν ὁποίαν πρὶν ἐφαίνετο ὅτι ἐκοίταζεν. Ἐστάθη, καί, ἀφοῦ ἔρριψε βλέμμα ὁλόγυρα, ἵνα ἰδῇ μή τις τὸν παρηκολούθῃ, ἔτεινε τὸ οὖς…

Τί ἤκουεν ἆραγε;.. Ἴσως ἤκουε τὰ διασταυρούμενα καὶ φεύγοντα, κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, ὡς λάλημα χειμερινῶν στρουθίων, ἄσματα τῶν παίδων τῆς γειτονίας, οἵτινες, ἐπισκεπτόμενοι τὰς οἰκίας, ἔψαλλον τὰ Χριστούγεννα. Ἐδῶ μὲν ἠκούοντο οἱ στίχοι:

Μουσική: Χορέψετε-χορέψετε!..

[Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ἀπ’ τὸν Ἀμερικάνο:]

Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρωτη γιορτή τοῦ χρόνου,

ἐβγάτ’, ἀκούστε, μάθετε, τωρα Χριστός γεννιέται!..

Ἐκεῖ δὲ ἀντήχει:

Κυρά μ’, τὴ θυγατέρα σου – κυρά μ’, τὴν ἀκριβή σου!

Καὶ ἀλλαχοῦ:

Ν’ ἀσπρίσῃς σὰν τὸν Ἔλυμπο! – σὰν τ’ ἄσπρο περιστέρι!

Φωναὶ ἀθῶαι, ἄχροοι, χαρωπαί, φωναὶ παιδικῆς χαρᾶς καὶ εὐθυμίας…

Ὁ Ἀμερικάνος —διευθυνθεὶς εἰς τὴν συνοικίαν ἐκείνην δι’ ἄλλου μικροτέρου δρομίσκου— ἔβλεπε τὴν οἰκίαν, ἧτις ἦτο τὸ ἀντικείμενον τῆς μερίμνης του, ἐκ τῆς ἑτέρας πλευρᾶς, τῆς νοτιοδυτικῆς.

Ἀντικρὺ τοῦ μικροῦ οἰκίσκου, παρά τινα γωνίαν γειτονικῆς οἰκίας, ὑπῆρχε σωρός τις ξύλων καὶ πετρῶν, ἀποκείμενος ἐκεῖ τίς οἶδε πρὸ πόσων χρόνων… ὡς ἐκ κατεδαφισθείσης οἰκίας ἢ ἐρειπίου καταρρεύσαντος. Ἐπὶ τῆς πρὸς τὰ ἐκεῖ προσόψεως τοῦ οἰκίσκου, ἔφεγγε μικρὸν παράθυρον, μὲ τὸ ἕν φύλλον κλειστόν, μὲ τὸ ἄλλο ἀνοικτόν, καὶ διὰ τῆς ὑέλου ἠδύνατό τις νὰ ἰδῇ τὸ ἐσωτερικόν, ἀνερχόμενος ἐπί τινος ὑψώματος.

Ἰδὼν ὁ ξένος ὅτι ὁ δρόμος ἦτο ἔρημος, καὶ οὐδέ  σ κ ι ὰ  διαβάτου ἐφαίνετο, ἀνέβη εἰς τὸ ὕψος τοῦ σωροῦ ἐκείνου, καί, μὲ παλμὸν καρδίας, κατεσκόπευσε τὰ ἔσω τοῦ οἰκίσκου:

Ἀντικρὺ τῆς ὑέλου τοῦ μικροῦ παραθύρου, τοῦ ἔχοντος τὸ ἕν παραθυρόφυλλον ἀνοικτόν, ἦτο ἡ ἐστία, μὲ ἀσθενὲς πὺρ καῖον, μὲ ἕνα δαυλὸν σπινθηρίζοντα,.. μὲ τὸ κανδήλι ἀνημμένον πρὸ τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἐκεῖ ὑψηλά…

Παρὰ τὴν ἐστίαν, ἐκάθητο γυνή τις, νέα ἀκόμη ὡς ἐφαίνετο, στηρίζουσα τὴν κεφαλήν της ἐπὶ τῆς χειρὸς συλλογισμένη – θλιμμένη… Ἐκίνει δὲ τὰ χείλη, καὶ ἡ φωνή της ἐψιθύριζε κάτι,.. καὶ ὁ ψίθυρος ἀπετέλει ἐλαφρὸν μινύρισμα ἄσματος μὲ ασθενῆ φωνήν, καθαράν μὲν καὶ παρθενικήν, ἀλλὰ μαραμένην· καὶ εἰς τὰ ὦτα τοῦ ξένου ἔφθασαν  ε ὐ κ ρ ι ν ῶ ς  οἱ δύο οὖτοι στίχοι:

Μουσική: Χειμαριώτικος.

Ἀλίμονον κι ἀλί-καημός!

τοῦ γεμιτζῆ ξενιτεμός…

[Γιάννης Ρίτσος, απ’ τἩ σονάτα του σεληνόφωτος:]

Τοῦτο τὸ σπίτι στοίχειωσε·

μὲ διώχνει – ἔχει παλιώσει:

Τὰ καρφιὰ ξεκολλᾶνε·

τὰ κάδρα ρίχνονται

σὰ νὰ βουτᾶνε στο κενό·

οἱ σουβάδες πέφτουν ἀθόρυβα

ὅπως πέφτει

τὸ καπέλλο τοῦ πεθαμένου

ἀπ’ τὴν κρεμάστρα στὸ σκοτεινό διαδρομο,..

ὅπως πέφτει

τὸ μάλλινο τριμμένο γάντι τῆς σιωπῆς

ἀπὸ τὰ γόνατά της,..

ὅπως πέφτει

μιὰ λουρίδα φεγγάρι

στὴν παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα…

Κάποτε ὑπῆρξε νέα κι αὐτή…

(Ὄχ’ ἡ φωτογραφία

ποὺ κοιτᾶς μὲ τόση δυσπιστία!..)

Λέω γιὰ τὴν πολυθρόνα! –

πολύ αναπαυτική·

μποροῦσες ὧρες ὁλόκληρες

νὰ κάθεσαι…

καί, μὲ κλεισμένα μάτια,

νὰ ὀνειρεύεσαι ὅ,τι τύχει…

Μουσική – ἀτάκα: Dvorak, Humoresca.

[Σωτήρης Δημητρίου, ἀπ’ τό: Τους τα λέει ο Θεός:]

Ὁ πετρᾶς, πελέκαγε καλά!:

Εἶχε κάνει γύρω-γύρω στὸ σπιτότοπο τοιχοποιία κοντυλιασμένη· μὲ τὸ μάτι! – τὸ μάτι του ἦταν  ἀ λ φ ά δ ι. Ὅποιος ὁδηγὸς ἔφερνε ὑλικά, ὅποιος περαστικός, ὅποιος κυνηγός, θὰ κοντοστέκονταν νὰ θαυμάσουν!..

Τοῦ ΄χε πεῖ ὁ μετανάστης:

Δέ θέλω ἀρμό – θέλω ξερολιθιά! Ἂν μπορῇς χωρίς λάσπη,.. ἀκόμα καλύτερα! Ἂν δέν μπορῇς, τὴ λιγώτερη – δύο, τρία χιλιοστά…

— Δὲ χορεύ’ ἡ πέτρα χωρίς λάσπη, ἀφεντικό!.., τοῦ ΄πε. Τέλος πάντων, ξερολιθιά! Ἀλλὰ θὰ σοῦ ΄ρθῃ ψιά ἀκριβώτερο…

Ὁ καιρὸς τοὺς ἄλλους, τοὺς εἶχε μάσει μέσα – αὐτός, ἀνεπηρέαστος! Εἶχε φτειάσει ἕνα μικρὸ κατοικιό· τὸ σκέπασε μὲ νάιλον κ’ ἐκεῖ τζοκάναγε ὅλη μέρα…

Ἅμα ἔκανες νὰ τὸν κοιτάξῃς, δέν ξεκόλλαγες:..

Μὲ τὸ ποὺ ἔριχνε τὸ μάτι στὸ σωρό, ἔπιανε τὴν πέτρα σὰ νάηταν  μ ο ν α χ ή  της. Τῆς ἔβρισκε τὸν κῶλο, τὰ νερά, τὴν ἄνοιγε μὲ τὴ βαριοπούλα  ἐ κ ε ῖ  ποὺ ἤθελε – σὰ χλωρό τυρί. Ἄιντε κατόπι ἀγάλι-ἀγάλι μὲ τὸ πελέκι νὰ τὴ γωνιάσῃ – νὰ τὴ λειάνῃ, ἄιντε μὲ τὸ ψιλό βελόνι νὰ τὴ χτενίσῃ, γιὰ νὰ φιλιοῦνται οἱ πέτρες ἡ μία μὲ τὴν ἄλλην.

Ὅταν τὴν τέλειωνε, τὴν ἀκούμπαγε πανάμερα… σὰ ν’ ἀκούμπαγε  ἄ γ ι ο  δ ι σ κ ο π ό τ η ρ ο…

Δέν τράβαγες τὰ μάτια σου ἀπ’ τὰ χέρια του καί, σιγά-σιγά, γλυκομούδιαζες· σοῦ ΄κανε μάγια ὁ κερατᾶς!..

Μουσικὸ θέμα τοῦ ἀνέμου.

[Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ἀπὸ τὸ Ἄξιόν ἐστιἈνάγνωσμα πρῶτο:]

Ἀπὸ τὸν ἰδρῶτα μοῦ ἔδεσαν διαμάντι

καὶ στὰ κρυφά μοῦ ἀντικαταστήσανε

τὴν παρθένα τοῦ βλέμματος….

Ἐζυγίσανε τὴ χαρά μου καὶ τη βρήκανε, λέει, μικρή

καὶ τὴν πατήσανε  χ ά μ ο υ,  σὰν ἔντομο…

[Γιώργης Παυλόπουλος, ἀπ’ Τὰ ἀντικλείδιαΟἱ μαστόροι:]

Ξυπνήσαμε ἀκούγοντας

χτύπους ἀπόμακρους,

βαθειά στὸ θόλο·

σὰν κάτι νὰ μαστόρευαν

πολύ ψηλά..- στὸν Οὐρανό!

Κάποιος ἔδειξε κατὰ τὸν ἥλιο.

Βλέπω, εἶπε,

χρυσές σκαλωσιές!

Τοὺς βλέπω, εἶπε,

ν’ ἀλφαδιάζουν

καὶ νὰ καρφώνουν ἐκεῖ ἀπάνω…

Ἐμεῖς ψάχναμε ὁλοένα μές στὸ φῶς,

μὰ τίποτα δὲ φαινόταν –

τοὺς  χ τ ύ π ο υ ς  ἀκούγαμε μονάχα.

Ὕστερα, ἕνας Ἄγγελος

ἦρθε στὸ πηγάδι μας

κι ἄρχισε νὰ βγάζῃ νερό.

Τὰ φτερά του γεμᾶτα

γαλάζια λάσπη.

Χανότανε στὰ ὕψη

καὶ πάλι ξαναγύριζε

—ἀμίλητος καὶ σοβαρός—

καί, ὅλη μέρα,

ἀνέβαζε νερό

νὰ ξεδιψᾶν ἐκεῖ ἀπάνω.

Δουλεύουν καὶ διψᾶνε, εἴπαμε.

Ὅπως κ’ ἐμεῖς ἐδῶ κατω…

Σὰ βράδιασε,

ρίξανε τὸ σκοινί·

κανένας δὲν κατέβηκε.

Ἀπὸ τὴν ἄκρη του

ἔσταζε στὸ χῶμα λίγο αἷμα.

Ποτέ δὲ μάθαμε

—μήτε ρωτήσαμε ποτέ—

τί ἀπογίναν οἱ μαστόροι…

Μουσικὸ θέμα τοῦ ἀνέμου.

Τὴ χαρά μου χάμου πατήσανε

καὶ στὴν πέτρα μέσα τὴν κλείσανε

καὶ στερνά τὴν πέτρα μοῦ ἀφήσανε

τρομερή ζωγραφιά μου.

Μὲ πελέκι βαρύ τὴ χτυπούν,

μὲ σκαρπέλο σκληρό τὴν τρυποῦν,

μὲ καλέμι πικρό τὴ χαράζουν,

τὴν πέτρα μου.

Μουσική: E. Granados, Ἱσπανικὸς χορὸς Ἀρ. 5.

[Ἀπ’ Τοῦ γιοφυριοῦ τῆς Ἄρτας:]

Ἂ’ δέ στοιχειώσετ’ ἄνθρωπο, γιοφύρι δέ στεριώνει!..

Καὶ μή στοιχειώσετ’ ἀρφανό, μη ξένο, μή διαβάτη,

πάρε τοῦ  π ρ ω τ ο μ ά σ τ ο ρ α  τὴν ὄμορφη γυναῖκα,

πόρχεται ἀργά τ’ ἀποταχύ… καὶ πάρωρα τὸ γιόμμα!..

[Μιχάλης Γκανάς, Η γυναίκα του πρωτομάστορα:]

Μὲ τὶς λεμονιές παρέα

φάνηκε στὴν ἄσπρη στράτα

κ’ εἶχε καστανά τὰ μάτια

καὶ τὰ χέρια της χιονάτα…

Γνέθε τὰ μαλλιά της, γνέθε! –

γύριζε, λιγνό μου ἀδράχτι,

μὲ τὰ δάκρυα τοῦ καλοῦ της

καὶ τῆς  μ ο ί ρ α ς  της τὸ ἄχτι…

Μές στὴ μεσιανή καμάρα

ἔκλαψε πουλί τὸ γιόμα

γιὰ τὰ μάτια τὰ μεγάλα,

γιὰ τὸ κοντυλένιο στόμα:

Γεφυράκι, ποιός θὰ δέσῃ

τὴ δαχτυλιδένια μέση;..

Ποιός θὰ βρῇ τὸ μονοπάτι

γιὰ τὸ γνωστικό διαβάτη;..

Μουσικὸ θέμα τοῦ ἀνέμου.

[Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ἀπὸ τὸ Ἄξιόν ἐστιἈνάγνωσμα πρῶτο:]

Ὅσο τρώει τὴν ὕλη ὁ καιρός,

τόσο βγαίνει πιό καθαρὸς

ὁ χρησμὸς ἀπ’ τὴν ὄψη μου:

ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ  Ν Ε Κ Ρ Ω Ν  ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ!

ΚΑΙ ΤΩΝ  Β Ρ Α Χ Ω Ν  Τ’ ΑΓΑΛΜΑΤΑ!

Μουσικὸς ἐπίλογος: Ἄρης Χατζησταύρου, Πουλιά.

Στὶς κατηγορίες: Θέατρο Μουσική
Μου αρέσει!     Κοινοποιήστε
-