Ἑρρῖκος Ἴψεν, «Τ’ ὄνομα τοῦ σπιτιοῦ...»

σήμα-σειράς-ίψεν

[Στιχηρὸς πρόλογος στὸ δρᾶμα: Ἡ νύχτα τ’ Ἁγιαννιοῦ.]

Παντοῦ μές στῆς ζωῆς τὸ δρόμο,

μιὰ λέξη μᾶς ἀκολουθεῖ ποὺ πλέκει

γαλανὰ Μὴ μὲ λησμόνει [Πολυετὲς ὀρεινὸ φυτό· σύμβολο τῆς ἀθῳότητας.]

στῆς παλιᾶς τῆς μνήμης τὸ στεφάνι·

στὸ νόστο καὶ στὴ στέρηση

στέκεται σιωπηλή παρηγοριά,

ψιθύρους βγάζοντας μὲ τὶς γνωστές φωνοῦλες..-

ἡ λέξη ἐτούτη, τ’ ὄνομα εἶναι τοῦ  σ π ι τ ι ο ῦ!

Μὴ καὶ δὲν εἴδατε τὸ χελιδόνι πῶς,

ἀρχές τοῦ Φθινοπώρου, πέταξε γιὰ Νότο,..

μὰ κάθε καινούργιαν Ἄνοιξη,

ξανά θενάρθῃ στὸ Βορρᾶ;!.

Τῆς μάνας τὸ κελάιδισμα,

μένει ἀλησμόνητο παντοτινά…

Ἐκεῖ, ἀπεγνωσμένη ὁρμή

τὸ στέλνει:  Ἐ κ ε ῖ  τὸ σπίτι του ἔχει!

Ἂν φτάσατε σὲ παραλία ξένη,..

οἱ πόθοι σας πάνω ἀπ’ τὴ θάλασσα πετοῦν –

στὴν ἀγαπημένη, στὴ γέρικη πατρίδα,

πούναι μακριά, πίσω ἀπὸ κύματα θαμμένη!..

Ὁποῦθε στέκει ἡ κούνια μας ἡ παιδική,

κατάκει προχωρᾶμε στὰ ὄνειρα τοῦ ξύπνιου·

καὶ τὸ αἷμα θέν’ ἀλλάζαμε μεμιᾶς τοῦ σταφυλιοῦ

γιὰ λίγες σταγονοῦλες ἀπ’ τ’ ἀεράκι τοῦ βουνοῦ!

Ἂν κάθεσαι τὸ χειμωνιάτικο τὸ σούρουπο

στὴν ἥσυχη τὴν κάμαρά σου μόνος,

βουτῶντας μές στοῦ μυαλοῦ τὰ βάθη,

κοιτῶντας τῆς στόφας τὴν πυρά,..

δὲ φτερουγίζει πέρα ἡ σκέψη

καὶ πάει στὸ δῶμα τῆς γιαγιᾶς; –

ὅπου, ὄμορφα-σεβαστικά, ἀλλοτινά,

καθόσουνα μικρός στὴ ζέστα;..

Καὶ τὰ κατορθώματα τὰ παιδικά [Στὸ πρωτότυπο: eventyr (=περιπέτεια). Ἀποκεῖ καὶ τ’ ὄνομα γιὰ τὰ λαϊκὰ παραμύθια. Βλ. κι ὁλόκληρο σχεδὸν τὸν Πέερ Γκύντ, τὸν Μικρὸ Ἔγιολφ, τοῦτο τὸ ἔργο (καί ὡς πρὸς τὸν ὑποτίτλο τοῦ πρωτοτύπου: Eventyrcomedie i tre acter), γιὰ τὴν ἐπίδραση τῆς νορβηγικῆς λαϊκῆς παράδοσης στὴν ἰψενικὴ δραματουργία.],..

μὲ τὶς παλιές τὶς μελῳδίες,

ἀπ’ τῆς ζωῆς τὸ θόρυβο καὶ τὸ χαμό,

ποντίζονται στῆς λήθης τ’ ἀκροτήρι…

Μὰ δές, πῶς ἀνεβαίνουνε στὸ λογισμὸ

νὰ σοῦ θυμίσουνε τὶς μέρες πούχουν φύγει,

καθὼς σὲ θέλγῃ — σὲ τραβᾷ —

τὸ σιωπηλό, τὸ μητρικό τὸ σπίτι.

Τῆς στέγης μας ἡ δύναμη, στὰ στήθια φωλιασμένη,

παραμυθία ψυχῆς [Στὸ πρωτότυπο: trofast (=παρηγορητικά/διαβεβαιωτικά).], στὸν τάφο

-μαζί μας κατεβαίνει!

Τὴ νοιώθεις ἰσχυρή, γεμάτη θέρμη –

σὰν ἥλιο στοῦ δημιουργοῦ τὸν κῆπο [Στὸ πρωτότυπο: kunstnerhaven (=κῆπο τοῦ καλλιτέχνη).].

Ἂν λουλουδάκι εἰν’ κεῖ ν’ ἀνθήσῃ,

πρέπει νάβρῃ χῶμα σπιτικό.

Ἀλλιῶς, τὸ χρῶμα του θὰ χάσῃ·

ποιά φροντίδα, τάχα, νὰ τὸ σώσῃ;..

Πλούτη, τὸ σπίτι μας δὲν ἔχει;..

Σὰ φράχτης μὲ ρόδα κόκκινα,..

σὰν ποίημα ὡραῖο, γοητευτικό,

φτάνουνε τὰ κύματα τῆς ζήσης.

Δὲ στήνει, ὅμως, ὁ ἤρεμος ὁ λαϊκὸς ὁ βίος

ψηλά στοὺς λόφους καὶ στὶς κοιλάδες μέσα,

ἄξιες εἰκόνες καὶ καλές,

γιὰ νὰ ζωγραφιστοῦν ἀπὸ τεχνίτη χέρι;..

Ὁλόλαμπρα τοῦ Νότου τὰ λειβάδια,

μὲ πλάτανους καὶ μὲ πορτοκαλιές·

μὰ στὸ περήφανο ὄρος τοῦ Βορρᾶ

ψηλή φυτρών’ ἡ ἐλάτη!..

Δὲ φτειάχνει καταφύγιο κι αὐτή;..

Δὲν ἔχει ἄρωμα, σκιά;..

Γιατί τὸ μέγαρο τῆς Τέχνης

μόνο νὰ χτίζεται στὶς νότιες τὶς χῶρες;..

Τῆς βοσκοπούλας ὁ ἀνασασμὸς

ἀντηχάει στὶς καταπράσινες πλαγιές·

καὶ τῆς ξωθιᾶς ἐπάνω στὸ βουνό,

ὁ θρῆνος ὁ λυπητερός:

Πούπουλο-ἐλαφρύ, τοῦ κοριτσιοῦ τὸ στῆθος –

βαρύ, γεμᾶτο ἀπὸ καημό, τὸ ξωτικίσιο στέρνο!

Τοῦτο ’ν’ τὸ βάνασο κι αὐτή ἡ χαρά –

σημάδι ἄσφαλτο μές στοῦ λαοῦ τὸ πνεῦμα…

Καὶ σὰ στενάχωρη μᾶς γίν’ ἡ σκέψη,

καὶ δὲ χωράει τίποτ’ ἄλλο πιά,

ψάχνουμε στὸ τραγούδι ἀναπαμό:

Χαρὰ καὶ λύπη παίρνουνε φωνή!

Ἀποζητᾶμε τότε τὸν οἶκο τῶν Τεχνῶν.

Σ’ αὐτόν, ἐκεῖ, ψάχνει ὁ λαὸς

καὶ βίου λαχταράει ἐξήγηση –

φῶς μεταμορφωτικό [Στὸ πρωτότυπο: forklaret (=διαφωτιστικό). Ὅμως, Kristi forklaring εἶναι κ’ ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος.] ζητᾷ.

Κάθε πουλὶ δὲν ἔχει, ὅμως,

κορυδαλλίσιο καὶ σκαλδικό [Σκάλδος: Ὁ Ἀρχαιοσκανδιναβὸς βάρδος, ποὺ τραγουδοῦσε τὰ κατορθώματα τῶν Βίκινγκς.] κελάιδισμα…

Μὰ προσπαθεῖ — ὅσο μπορεῖ! —

σκοπὸ κι αὐτό νὰ βγάλῃ…

Λάβετ’ ἐπιεικῶς, λοιπόν, τὰ δῶρα

ἀπ’ τὴν ἀποψινή μας τὴν ἐσπέρα,

καὶ νάχετε στὸ νοῦ πὼς  β ῆ μ α-β ῆ μ α

οἱ πέτρες σπᾶν κι ἀνοίγει τοῦ καλλιτέχνη ἡ στράτα!..

Στὶς κατηγορίες: Ἑρρῖκος Ἴψεν Θέατρο Μεταφράσεις Ποιήματα
Μου αρέσει!     Κοινοποιήστε
-