[Aeschylus, edited and translated by Alan H. Sommerstein, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts-London, England, 2008, τομ. II: Oresteia, Πάροδος, σελ. 18-20, στ. 160-80.]
Ζεύς —ὅστις ποτ’ ἐστίν, εἰ τόδ’ αὐ–
Δία —ὅποιος καὶ νάσαι, κ’ ἔτσι
τᾦ φίλον κεκλημένῳ—[1]
ἂν ἀγαπᾷς νὰ σὲ καλοῦν—
τοῦτό νιν προσεννέπω!..
αὐτό σοῦ λέω γιὰ ὄνομα!..
Οὐκ ἔχω προσεικάσαι
Δέν ἐχω ὅμοιο νὰ λογιάσω
πάντ’ ἐπισταθμώμενος
τὸ πᾶν σταθμίζοντας καλά
πλὴν Διός!, εἰς τὸ μάταν ἀπὸ φροντίδος ἄχθος
ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Δία!, τὸ εἰς μάτην βάρος κι ἄγχος
χρὴ βαλεῖν ἐτητύμως…
ἂν πρέπει ἀληθινά στὴν ἄκρη γιὰ νὰ βάλω…
Οὔθ’ ὅστις πάροιθεν ἦν μέγας,[2]
Οὔτε γιὰ κεῖνον ποὺ μέγας ἦταν πρίν
παμμάχῳ θράσει βρύων,
καὶ μὲ θράσος γιὰ τὴ μάχη «φούσκωνε»,
οὐδὲ λέξεται πρὶν ὤν·
λόγος γιὰ τὴν ὕπαρξή του θὰ γενῇ·
ὅς τ’ ἔπειτ’ ἔφυ, [3] τριακ-
κι ὅποιος γεννήθηκε μετά,
τῆρος οἴχεται τυχών·
βρῆκε τό «μάστορή» του.
Ζῆνα δέ τις προφρόνως ἐπινίκια κλάζων
Στὸ Δία σὰν κανεὶς φωνάξῃ ἀπὸ τὰ πρίν μὲ φρόνηση τὰ ἐπινίκια,
τεύξεται φρενῶν τὸ πᾶν!
σημάδι θενα βάλῃ γιὰ τῆς σοφίας τὸ ἅπαν!
Τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώ-
Στῆς φρόνησης τοὺς βροτοὺς τὸ δρόμο
σαντα, τόν: πάθει μάθος
ἔβαλε, τό: πάθος μάθος,
θέντα κυρίως ἔχειν!
σὰν κύριος τῆς τέχνης, στήνοντάς το νόμο!
Στάζει δ’ ἀνθ’ ὕπνου, πρὸ καρδίας,
Κι ἀργοσταλάζει ἀντ’ ὕπνου, στὴν καρδιά,
μνησιπήμων π ό ν ο ς…
γιὰ βάσανου μνήμη π ό ν ο ς…
[1] Βλ. κ’ ἡρακλείτειο ἀπόσπ.: [] Ἓν τὸ σοφὸν μοῦνον,/ λέγεσθαι οὐκ ἐθέλει καὶ ἐθέλει Ζηνὸς ὄνομα. (Heraclitus, texto grieco y version castellana por M. Marcovich, edition minor, Talleris Graficos Universitarios, Merida-Venezuela, 1968, σελ. 105, 84).
[2] Ὑπονοεῖ τὸν Οὐρανό, παπποῦ τοῦ Δία.
[3] Ὑπονοεῖ τὸν Κρόνο, πατέρα τοῦ Δία.