[Ἀπόδοση ἀπό: Vladimir Mayakovsky, Poems, translated by Dorian Rottenburg, U.S.S.R., 1972, σελ. 28.]
Ἄκου, ἄκου τώρα!
Ἂν ὑπάρχουν ἀστέρια ἀναμμένα, σίγουρα
κάποιος μὲ ζέση τὰ ποθεῖ,
κάποιος ποὺ θέλει νὰ λάμπουνε λιγάκι,
κάποιος ποὺ λέει τὶς τοσοδοῦλες
κηλίδες ἀπὸ σάλιο,
κόσμημα;..
Κι ἀλλοπαρμένος
ἀπ’ ἄγριες χιονοθύελλες σκόνης μεσημβρινῆς,
κλαίγοντας μέσα τους πρὸς τὸ Θεό
φοβᾶται πὼς εἶν’ ἀργὰ πολύ·
καὶ βγάζει λυγμούς,
φυλάει τὸ χέρι σὰν ξάφνου ἐκτείνεται,
ὁρκίζεται
πὼς δέ μπορεῖ – ν’ ἀντέξῃ δέ μπορεῖ μιὰ μοῖρα, ἄναστρη:
Μὰ πρέπει νὰ ὑπάρχῃ κάποιο ἀστράκι – πρέπει, πρέπει!
Ὕστερα, ἄγχος τὸν καταλαμβάνει,
ἂν καὶ γαλήνιος φαντάζῃ…
Μουρμουρίζει σ’ ἕναν ἄλλον:
«Ἐσύ τὰ πᾶς καλύτερα;
Δέ φοβᾶσαι;
Ὅλα καλά;..»
Ἄκου, ἄκου τώρα!:
Γιὰ κάποιον στεριώθηκαν ἐκεῖ τ’ ἀστέρια,
γιὰ κάποιον ποὺ ποθεῖ
πώς, πάνω ἀπὸ τὶς σκέπες,
ἕν’ ἀστράκι κάπου θὰ φανῇ;..