[Οἱ στίχοι μὲ πλάγιους χαρακτῆρες ἀποδίδονται στιχηρὰ ἀπό: The sacred books of the East, edited by F. Max Müller, Clarendon Press, Oxford, 1891, τομ. 39: The texts of Tâoism, translated by James Legge, The Tâo Teh King, σελ. 84, 41. Τὸ τελευταῖο δίστιχο, μᾶλλον τοῦ Μενάνδρου.]
Λόγιοι ὑψηλοί,
σὰν ἀκοῦν τὸ Τάο,
τὸ ἐφαρμόζουν ἐπακριβῶς.
Λόγιοι μέτριοι,
σὰν τ’ ἀκοῦνε,
κάποτε τ’ ἀγγίζουν –
κάποτε τὸ χάνουν…
Λόγιοι σπιθαμιαῖοι,
σὰν τ’ ἀκοῦνε,
μπήγουνε τὰ γέλια…
Ἂν δέ γελοῦσαν τόσο,
δέ θὰ ταίριαζε
νάν’ ὅ,τι ἀκούσανε
τ’ ἀληθινό τὸ Τάο.
Δάσκαλε Λάο Τσέ,
ἄραγε, ὑπάρχει διαφορὰ
καὶ μ’ ὅποιαν ἄλλη
βαρύνουσα ἀλήθεια;..
Ἐδῶ, στὴν κόψη
Ἀνατολῆς καὶ Δύσης,
ἀπ’ τὰ παλιά γνωρίζουμε:
Γελᾷ ὁ μωρὸς
κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ.