Ἡ Ἑλλάδα ποὺ ἀντιστέκεται –
ἡ Ἑλλάδα ποὺ ἐπιμένει·
κι ὅποιος δέν καταλαβαίνει,
δὲν ξέρει ποῦ πατάει
καὶ ποῦ πηγαίνει!..
Διόνυσης Σαββόπουλος, ἀπ’ τὸν Τσάμικο
Κάθε τόπος ἔχει μέλλον ὅσο κάποιοι — κ’ ἐλάχιστοι ἀκόμα — σέβονται, ἐκτιμοῦν, διδάσκονται, διδάσκουν κι ἀβγατίζουν τὴν παράδοσή του· συνεπῶς, τ ο ῦ τ ο ς ἐδῶ ἔχει μεγάλη πιθανότητα καί νάχῃ μέλλον καί νὰ ξανάβρῃ εὐημερία, γιατὶ πολλά δικά του στέκουν ἄξια σεβασμοῦ, ἐκτίμησης, διδαχῆς, διδασκαλίας κι ἀβγατίσματος. Μά, γιὰ γίνουν αὐτά, ἄλλο πνεῦμα πρέπει νὰ κυριεύῃ ὁλόψυχα καὶ σύγκορμα τὴν ὕπαρξη: Ἡ ἀντίσταση νάναι πρὸς τὸ θνησιγενές, ἡ ἐπιμονὴ πάντα στὴ ζωή· ἡ εὐκολία νὰ προσεγγίζεται καχύποπτα· ἡ δυσκολία νὰ προβάλλῃ ὡς θέλγητρο! Κι ἂν ἀκούγωνται πολλά αὐτὰ τά «πρέπει», μ ί α εἰκόνα ἀρκεῖ ποὺ τὰ συνέχει: Στὶς γυροβολιὲς τοῦ πανηγυριοῦ, τὸ πόδι νὰ ξέρῃ ποῦ πατάει καὶ ποῦ πηγαίνει, καθὼς τὰ περασμένα χρόνια «γλέντια» σωρό ἦταν γεμᾶτα ὅπου ὁ πρωτοχορευτὴς ἔσερνε τὸ χορὸ θριαμβικά στὸν γκρεμό, ὁ δεύτερος κρατοῦσε μαντήλι ὁλομέταξο νὰ λαμπυρίζῃ στὶς ἀστραπὲς τῆς ἀκόμα τότε μακρινῆς θύελλας, κ’ οἱ ὑπόλοιποι μεθυσμένοι ἀκολουθοῦσαν, τραγουδῶντας «ἀγέρωχα», σὰν τοὺς ἀπόκοβαν ἀπὸ κάθετί στέρεο τοῦ παρελθόντος…