Μ’ ἀρέσει νὰ μεταφράζω τό: ἀναγιγνώσκω, ὡς: διαβάζω στὸν ἑαυτό μου.
Alfred Tomatis, Τὸ ἀφτὶ καὶ ἡ ζωή, ἐκδ. Π. Χιωτέλλη, Ἀθήνα 1988, σελ. 235.
Συνήθως, ὅταν πέφτῃ ἕνα βιβλίο στὰ χέρια κάποιου, δέ σκέφτεται πιὰ νὰ διαβάσῃ ἀπομέσα δυνατὰ καὶ καθαρά. Τοὐναντίον, βυθίζεται σὲ μιὰ σιωπὴ ὅπου τὸ γράμμα λειτουργεῖ μονάχα ὀπτικὰ κι ἀγνοεῖται ἡ πρώτη του διάσταση: τὸ νόημα ἐν χόρῳ καὶ χρόνῳ -ὁ ἀποτυπωμένος ἦχος. Δυστυχῶς, ὅμως, εἶναι κιόλας τόσο περιωρισμένη ἡ ἀναγνωστικὴ ἱκανότητα στὶς μέρες μας — ἔτσι ὅπως διδάσκεται κ’ ἐξετάζεται ἡ γλῶσσα στὰ σχολεῖα –, ὥστε καλύτερα νὰ μή διαβάζουν πολλοὶ δυνατά (παρὰ ταῦτα, ἂς ψιθυρίσουν τὰ λόγια…), γιατὶ θὰ λάβουν μειωτικώτατη αἴσθηση γιὰ τὴ λογία δημιουργία: Ὅσο πιό λαγαρὸ καὶ τεχνικὰ ἄρτιο εἶναι τὸ κείμενο, ἄλλο τόσο δυσκολώτερα ὁ ἀμύητος στὴν ἀνάγνωση θὰ προσεγγίσῃ τὸ βαθύτερο νόημα καὶ τὴ μουσικὴ τοῦ ἀρχιτεκτονικῶς συντεθειμένου λόγου. Ἀλίμονο, παρατηρῶ συχνά-πυκνὰ νὰ ἐντυπωσιάζῃ κάποιο ἀδέξιο κείμενο, ἐνῷ ἕν’ ἄξιο κι οὐσιαστικὸ νὰ χάνεται στ’ ἀζήτητα, γιατί, ἀπαίδευτοι καθὼς εἶναι οἱ ἀναγνῶστες, τὸ παραπετᾶνε ὡς «δύσκολο» καὶ «δύσβατο». Ἀλλ’ ὅταν τοὺς τὸ διαβάζῃς ἐκφραστικά, συγκινοῦνται ἀμέσως κι ἀρχίζουν ν’ ἀνακαλύπτουν τὶς σημαντικὲς ποιότητες ποὺ χάνονταν μές στὴν ἰσοπεδωτικὴ σιωπὴ καὶ μονοτονία.
Ἡ τέχνη τῆς ἀνάγνωσης, βεβαίως, δέν ἀποτελεῖ ξερὴ ἀναπαραγωγή… Πρὶν ἀπὸ κάμποσο καιρὸ εἶχα τὴν ἑξῆς θεατρικὴ ἐμπειρία: Οἱ συνθῆκες ἦταν δύσκολες, γιατὶ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ θεάματος — λόγῳ συγκεκριμένης ἀνάγκης τοῦ χώρου, τὴ δεδομένη στιγμή — ἔπρεπε νὰ μπαινοβγαίνουν ἄνθρωποι. Ἔτσι λοιπόν, πολλές φορές, ἤμουν σχεδὸν ἕτοιμος νὰ χάσω ἢ ἔχανα ὄντως τὴν αὐτοσυγκέντρωσή μου (τὸ θεμελιωδέστερο μεταμορφωτικὸ ὄργανο τοῦ ἠθοποιοῦ). Ἄρχισαν νὰ μὲ πλημμυρίζουν σκέψεις ἄσχετες μὲ τὸ δρώμενο -πρᾶγμα ἐντελῶς ἀπαράδεκτο: Ἂν ὁ ἠθοποιὸς ἀρχίσῃ καὶ σκέφτεται ἄλλα, τί θ’ ἀπομείνῃ στὸ θεατὴ νὰ πράξῃ;! Ὅταν μιλοῦσα, στιγμές-στιγμὲς εἶχα σκέψεις δεύτερες γιὰ τὰ λόγια ποὔπρεπε νὰ ζωντανέψω. Ἔλεγα μέσα μου: Μὰ καλά… αὐτὰ δέν πείθουν ἐσένα καὶ θές νὰ συγκινήσουν ἕναν ἀποκάτω;.. Κ’ ἡ αὐτοκριτικὴ τὴν ὥρα τῆς πράξης εἶναι πάντα καταστροφική.
Τότε, εὐτυχῶς, προχώρησα στὸν ἑξῆς ἄμεσο χειρισμό: Ἐφόσον ἡ σκέψη σου δέν ἐλέγχεται (δέν εἶσαι κι οὔτε θές νὰ γίνῃς ψυχαναγκαστικός), ἄσ’ την νὰ κάνῃ τὰ δικά της καὶ προσπάθησε — μὲ κάθε σου λόγο — νὰ πείσῃς γιὰ τὸ σημαντικὸ τῆς κατάστασης τὸν ἴδιο σου τὸν ἑαυτό, ἀκολουθῶντας ὅ,τι ἔχεις ἐννοήσει κ’ ἐπεξεργαστῆ στὴν πρόβα σου. Ἀλλιῶς: Αὐθυποβάλου ἐξηγῶντας σὲ σένα ὅ,τι θές νὰ πῇς στὸν θεατή! Ἡ μέθοδος λειτούργησε (δέν κομίζω γλαύκας ἐς Ἀθήνας, ἡ διαδικασία περιέχεται στὸ σύστημα τῶν φυσικῶν δράσεων τοῦ Στανισλάφσκι). Ἐπειδὴ ἤθελα νὰ βεβαιωθῶ πὼς δέν ἦταν ἕνα τυχαῖο γεγονός, τὶς ἑπόμενες φορὲς ξαναδοκίμασα τὴ μέθοδο· ἐξίσου λειτούργησε ἐντὸς τῆς παραστάσεως. Ὅπως μοῦ ἀνέφεραν οἱ θεατές (μὲ κατάλληλες, κεκρυμμένες ἐρωτήσεις ἐκ μέρους μου μετὰ τὸ τέλος, ὥστε νὰ μή τοὺς προκατάλαβω), τοὺς ἔκανε ἐντύπωση πώς, ἐνῷ οἱ συνθῆκες ἦταν ἀπρόσφορες, συντηροῦνταν ἡ ἀναγκαία ἀτμόσφαιρα κ’ ἡ ἀκρίβεια τοῦ πράγματος.
Ὁ ἦχος, ἐδῶ, λειτούργησε τῷ ὄντι διαλεκτικὰ καὶ μαιευτικὰ κατὰ τὴ βαθύτερη οὐσία τοῦ λόγου.