Σὰν ξεκινάω τὴ σταδιοδρομία μου, ὅλοι καταλαβαίνουν τὴν ἀνικανότητά μου. Ὅπως προχωράω καὶ γνωρίζω καί «μαθαίνω» σὲ συντροφιὲς καλὲς καὶ μ’ «ἱστορία», ἀρχίζουν νὰ μὲ προβάλλουν ὡς φέρελπη, μορφωμένο (ποτέ μου δὲν ἔχω ἀνοίξει στὰ σοβαρὰ βιβλίο – τ’ ὁμολογῶ!) καὶ μ’ ὅραμα. Σιγά-σιγὰ διδάσκομαι νὰ λέω ὅ,τι θέλουν οἱ ἄλλοι ν’ ἀκοῦνε… Ἂν οἱ φίλοι μου τά «καταφέρουν», ἔπιασα κ’ ἐγὼ τὴν καλή μαζί τους. Ἂν, μάλιστα, μὲ διαλέξουν καὶ γιὰ κάτι παραπάνω,.. ἔ, τότε ξεχνάω «λαϊκές» καταγωγὲς καὶ προσπαθῶ νὰ σηκώσω τὸ βάρος τῶν «γαλονιῶν». Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, βεβαίως, ξαναθυμᾶμαι ὅσους μέ «στηρίξανε» καὶ τοὺς ἀπευθύνομαι γι’ ἄλλη μιὰ φορὰ προσμένοντας τὸ πλέον πιθανό: νὰ μὲ π ι σ τ έ ψ ο υ ν!
Πῶς μὲ φωνάζουν;