Ἔμαθον βένθεα ἀνθρωπίνων.
Εἶδον τὰ δυσθεώρητα ὕψη.
Εἶπον στοχαστικῶς κατόπιν
συνάνθρωπον ἀπάνθρωπόν των,
καθότι πῶς νὰ αἰσθανθῶσι
ἀνόητοι οὗτοι ἐν τῇ καρδίᾳ;
Εἶπον ἀπάνθρωπον θεόν των,
καθότι πῶς νὰ στοχασθῶσι
οὗτοι βραδεῖς ἐν τῇ καρδίᾳ;
ᾙμάτωσαν οἱ προσκυνοῦντες
τῆς πίστεως τῆς ἐπηρμένης.
Ἔκλαιον, κράζοντες ἐθρήνουν.
Οἱ τυφλωθέντες ἀνεζήτουν
ἐπὶ μιᾶς ὁδοῦ πρὸς ὅλον
νὰ εὕρωσί τι νὰ στηριχθῶσι,
ἐπ’ ὤμου ἑνὸς αὐτῶν πλησίον —
εἰς ἀπέραντον ἐρημίαν —
τοῦ συνανθρώπου… «ἀπανθρώπου»,
συνοδοιπόρου καὶ θεοῦ.
Διαστροφή
Ἐν κατηγορίαις: Ποιήματα
Ἀρέσκει μοι! Κοινοποιήσατε