Μικρὸ παιδὶ φανταζόμουνα τὸ χρόνο σὰ μιὰ μακριὰ εὐθεία λεωφόρο πούτρεχαν πάνω τὰ ὀχήματα-ζωές μας· ὁλόγυρα, πηχτὸ σκοτάδι. Καθὼς περνάῃ ὁ καιρός, ὅλο καὶ περσότερο νοιώθω τὸν πανδαμάτορα σὰ σφουγγάρι μ’ ἄπειρο μῆκος ποὺ πρέπει νὰ βρῶ τὴν προσωπική μου πορεία μές ἀπ’ τὶς πορώδεις διαδρομές του· στὴν πάλη τούτη εἶμαι βέβαιος πὼς θὰ κριθῇ ἡ ὅποια εὐφυΐα μου. Μὰ καὶ τὸ σφουγγάρι διπλώνεται μές σ’ ἕνα κατασκόταδο, ὅμως γνωρίζω πιά πὼς ἐκεῖνο δέν εἶναι τὸ τ ί π ο τ α, ἀλλὰ ὅσα ἀκόμα δέν ἔχω ἐννοήσει – ἕνα ὑπόστρωμα κατάμαυρο ποὺ θρέφει τὸ σπόγγο, γιὰ νὰ προχωράῃ ἀτελεύτητα σ’ ὅ,τι καταλαβαίνω ὡς μέλλον…
Εἰκόνες τοῦ χρόνου
Ἐν κατηγορίαις: Στοχασμοί
Ἀρέσκει μοι! Κοινοποιήσατε