Ἀργά-ἀργὰ ψηλώνουνε τ’ ἀνθρώπινα κορμάκια·
ἀγάλι-ἀγάλι ἀντρειεύουνε τὰ στάχια μές στὸν Κόσμο.
Ὅμως μεμιᾶς ὁ Θεριστὴς τὰ κόβει καὶ τὰ ρίχνει.
Γιὰ χρόνια πολεμούσανε, μὰ ἀρκοῦσε μιά στιγμοῦλα
νὰ νοιώσουν τὶς ἀνάσες τους τὴ μιά διπλα στὴν ἄλλην…
Καὶ κεῖνται ἴσια ὅλα πιὰ στὴ σπιθαμὴ ποὺ σκιάζαν.
Θέρος, τρύγος, πόλεμος
Στὶς κατηγορίες: Δεκαπεντασύλλαβοι Ποιήματα
Μου αρέσει! Κοινοποιήστε