Κυλάει τὸ καλοκαίρι ὁ χρόνος
καὶ πέφτει στὴν ἀπέναντι τὴ μάντρα
ὅμοιος ἥσκιος ψηλοῦ κυπαρισσιοῦ.
Ἡ γῆ, ἀφοῦ ‘χῃ δώσει τὸν καρπό,
βαρειανασαίνει μέσα στὴν πυρά.
Τὸ Σύμπαν πιὰ ἀργεύει ἀγάλι-ἀγάλι
κι ὁ νοῦς μου τώρα προλαβαίνει
ἀκόμα καὶ τὴν ἀχτῖδα τοῦ ἥλιου
στὸ γαλανό, ἀνέφελον ὁρίζοντα.