Ι.
Ξύπνησα μές σ’ ἔκρηξη ἡφαιστιακή· πετάχτηκα ὄρθιος κ’ ἔτρεχα ὁλημερίς· ἔλεγα μέσα μου: Ἐσύ ὁ ἴδιος, κύριος τοῦ εἶναι σου! Τὸ μεσημέρι, ἀποκαμωμένος ἀπ’ τὴ ζέστη, σκέφτηκα: Κακέ ἀφέντη – ἀνάλγητε. Περίμενες πὼς θάταν καλύτερα;.. Ἀστόχαστε, καὶ μὲ τὸν ἑαυτό σου ζυγὸ δουλείας ξανατραβᾶς!
ΙΙ.
Διαχύσου στὰ πράμματα, μὲ συμβούλεψε ὁ φίλος. Κ’ ἐγὼ τοῦ ἀντιμίλησα μὲ πρόσχημα τὴ συμπάγεια τοῦ βίου – λές κ’ εἶν’ τὰ δυὸ ἀσύμβατα!: Ἡ λάβα κυλάει στὴν πλαγιά – διαχέεται τὸ μάγμα· καί, ὅταν κρυώσῃ, γίνεται πέτρα συμπαγὴς κ’ ὕστερα χῶμα γόνιμο.