Ἀλική, κανείς καθρέπτης
νὰ εἶναι τοῦ Κόσμου ἡ οὐσία.
Κορίτσι, σύ νὰ τὸν σπάσῃς! –
Ἕνα κτύπημα φθάνει.
Ὅμως δύναμι νὰ βάλῃς
μεγάλη· νὰ μή σὲ νοιάξῃ
ἐὰν ἡ γροθιὰ ματώσῃ.
Θάρρος, λοιπόν, κορίτσι!
Νά, θρυμμάτισε, Ἀλίκη,
σὺ τὸν ξένο τὸν καθρέπτη
ποὺ κρύβει μέσα πλανέρα
τὴν ἰδική σου ἀγάπη.
Μάθε, κορίτσι, ὁ Κόσμος,
οὐδέποτε αὐτὸς γηράσκει,
δὲν βαριέται αὐτός, καὶ πάντα
θὰ στέκῃ ἐκεῖ γιὰ σένα.
Λησμόνησε πιά, Ἀλίκη,
τῶν ἄλλων τὸν ὅποιον πόθο.
Ἄφησε τὸν καθρέπτη.
Ἐγέρθητι πιά, κορίτσι!
Ὁ Κόσμος σου, ἐγώ.