Σὰν κρύφτηκες τὴν ὥρα τὴ σωστή,
ὅταν πλακώσῃ ὁ πόλεμος,
τὸν ἔχεις ἤδη χάσει.
Τὴν ὥρα τὴ σ ω σ τ ή
κι ὄχι… ὅποτε ὁ ἐχθρός
θέλει νὰ ξεθυμάνῃ!
Καλύτερ’ ἄς νομίζῃ
πὼς ἀπὸ φόβο τρέμεις…
Σὰ θἄχῃ ἀποκοιμηθῆ
ἀπ’ τὴ μεγάλη «ξέρα»,
γιουρούσι ἀνελέητο
ἀπάνω στὰ νυχτιάτικα,
ζεστὰ παπλώματά του!
Τότ’ ἐκεῖνος κάθιδρος
πετάγεται φορῶντας
τὶς ἐμπριμὲ παντοῦφλες…
Τρομάρα του ὁ κακόμοιρος
ποὺ σκουντουφλάει στοὺς τοίχους
καὶ γέρνει, ἀκουμπάει δῶ κ’ ἐκεῖ,
γιὰ νὰ σηκώσῃ τὸ σπαθί!
Ἐντέλει, λάφυρο ἔμεινε
μόνον ὁ σκοῦφος ὁ πλεχτὸς
ποὺ φόραγε στὸν ὕπνο,
καὶ πτῶμα κάτω κείτεται
ἡ ἔννοια κάθε γούστου.