Μαρτύριο

Ὅταν τελείωσε ὁ Φειδίας τὸ χρυσελεφάντινο ἄγαλμα τοῦ Δία, κατηγορήθηκε, ὅπως καὶ παλαιότερα, γιὰ κατάχρηση καὶ κλοπὴ χρυσοῦ· μὰ δέ γλύτωσε αὐτὴ τὴ φορὰ τὴ φυλακή -συνελήφθη καὶ στὶς μοναχικὲς ὧρες τοῦ δεσμωτηρίου — τότε ποὺ ἡ ψυχὴ συστρέφεται στὰ ἐσώτερα κι ἀναμοχλεύει ἀναμνήσεις, πάθη καὶ σκέψεις — τὸν κατέλαβε ἐμμονικὰ ἡ πίστη πώς:

Τ’ ἀετώματα κ’ οἱ μετῶπες τοῦ Παρθενώνα εἶχαν ἀτέλειες!..

Μποροῦσε ν’ ἀντέξῃ σχεδὸν τὰ πάντα: τὴ διαπόμπευση καὶ φυλάκιση, τὴ μοναξιά, τὸ κακὸ φαγητό, ἀλλὰ πῶς νὰ χωνέψῃ ὅτι τὰ ἔργα του, τὸ μόνο διαβατήριο γιὰ τὴν Αἰωνιότητα, ἐμφάνιζαν κακοτεχνίες! Ὅλα κι ὅλα! Μ’ αὐτὰ δέν παίζει ἕνας μάστορας… Μὰ καὶ τί νὰ κάνῃ;.. Ἀδύνατον νὰ ξεκινήσῃ γιὰ τὴν Ἀθήνα, νὰ στήσῃ σκαλωσιὲς καὶ νὰ τὰ διορθώσῃ· ἦταν καταδικασμένος νὰ σαπίσῃ στὸ μπουντρούμι…

Μέρες καὶ μῆνες συλλογιζόταν τὴν κατάσταση, ὥσπου, μι’ ἀφέγγαρη νύχτα, ἄρχισε νὰ ἱκετεύῃ τὴν Ἀθηνᾶ:

Θεὰ γαλανομάτα τῆς σοφίας,
πολέμαρχε τῆς σκέψης,
τὴν ἱκεσία μου ἄκου!:
Ἂν κ’ ἔκλεψα χρυσό,
ἀκόμα, ἀρκετός στολίζει
τὸ θεῖο ἄγαλμά σου!
Κι ἄλλος δέν τὀστησε
ἀπ’ ἀυτὸν ποὺ σοῦ μιλᾶ,
τὸν ταπεινόν ἱκέτη…
Κόρη ἀειπάρθενε,
γιὰ χάρη δικιά σου
καὶ γαλήνη δικιά μου,
ἄσε με ν’ ἀποτελειώσω
τὸ μέγιστο ναό σου,
ὥστε νὰ δοξάζεται
πλάι στὴν ομορφιὰ
καὶ τὴ σοφία σου
καὶ τὸ δικό μου τ’ ὄνομα.
Τίποτα δὲν ἀπόμεινε –
μονάχα μία φήμη!

Ἡ θεὰ τὸν λυπήθηκε ἀπὸ τὰ δώματα τοῦ Ὀλύμπου κ’ ἐμφανίστηκε μπροστά του:

Φειδία, σ’ ἄκουσα.
Τὸ αἴτημά σου δίκαιο –
ὅπως, ὅμως, κ’ ἡ τιμωρία σου
γιὰ πλοῦτο ποὔκλεψες χρυσάφι
εἰς βάρος τοῦ βασιλιᾶ-πατέρα μου!

Τὴ φήμη θὰ τὴν ἔχῃς,
μὰ μ’ ἕνα τίμημα μικρό:
Κάθε νύχτα, σὰν πεθάνῃς,
θἄρχεσαι πίσω, ἀπ’ τὸν ᾍδη,
γιὰ νὰ στήνῃς φάσμα ἀντίγραφο –
γλυπτὰ καινούργια καὶ νὰ τὰ σμιλεύῃς,
ὡσότου τέλεια γίνουν δίχως κακοτεχνίες.

Ἄν, ὅμως, μέσα σ’ ἑνενήντα νύχτες
τὰ ψεγάδια δὲν κατορθώσῃς νὰ διορθώσῃς
συντρίμμια θὰ γίνεται μεμιᾶς τὸ φάσμα
καὶ πάλι θὰ τὸ πιάνῃς ἐξ ἀρχῆς. 

Ἂς γίνῃ ἔτσι, ἀπάντησε ὁ Φειδίας βέβαιος πὼς μὲ τὴν τέχνη καὶ τὴν πεῖρα του θὰ τελειοποιήσῃ τ’ ἀετώματα καὶ τὶς μετῶπες…

Ἔπειτ’ ἀπὸ λίγο καιρὸ πέθανε κι ἄρχισαν σφυριὰ καὶ καλέμια ν’ ἀκούγωνται στὴν Ἀκρόπολη τὴ νύχτα. Πήγαιναν ἀποδῶ οἱ φρουροί – πήγαιναν ἀποκεῖ, μὰ πουθενὰ κανείς· μονάχα οἱ σφυριὲς στὸ βάθος… Καὶ δέ σταματοῦσαν, γιατὶ ὁ πεθαμένος γλύπτης, παρὰ τὴν προσπάθεια, συνεχῶς ἔβλεπε τ’ ἀντίγραφο νὰ σωριάζεται κάτω χίλια κομμάτια, ἀφότου εἶχαν παρέλθη ἑνενήντα νύχτες ἐργασίας… Ἡ φήμη του, βεβαίως, γινόταν ὅλο καὶ μεγαλύτερη: Τὸν μάθανε ὥς τὸν Ἰνδό, σὰν ἔφτασε κεῖ ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, τὸν λάτρεψαν οἱ Ρωμαῖοι, τὸν τιμοῦσαν οἱ Χριστιανοὶ κατόπιν (ποὺ συνέχιζαν στὶς ὁλονυχτίες ν’ ἀκοῦνε τὰ χτυπήματα, ὅταν πιὰ ὁ Παρθενώνας εἶχε μετατραπῆ σ’ ἐκκλησία τοῦ Κυρίου), τὸν σπούδασε ἡ Δύση τῆς Ἀναγέννησης,.. ὥσπου, κάπου στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα, οἱ ἦχοι ἄρχισαν νὰ ὑποχωροῦν σ’ ἔνταση καὶ τελικὰ ἔπαυσαν πάνω στὸ Βράχο…


Ὁ Τζὼν Σμὶθ ἐργαζόταν ἤδη δύο δεκαετίες στὸ Βρεττανικὸ Μουσεῖο ὡς πρωινὸς φύλακας. Στὰ νειᾶτα του ἤθελε νὰ γίνῃ γλύπτης· εἶχε εὐαισθησία, ἱκανὰ χέρια καὶ μάτι. Ὅμως, τὰ πράματα ἦταν δύσκολα κ’ ἔπρεπε νὰ βγῇ στὴ βιοπάλη. Παράτησε, λοιπόν, τὰ καλλιτεχνικά του ὄνειρα καὶ ρίχτηκε στὸν ἀγῶνα… Ὕστερ’ ἀπὸ πολλές δουλειές, ἔγινε φύλακας στὸ Μουσεῖο.

Βρῆκε ἐπιτέλους ἐσωτερικὴ γαλήνη: Καθημερινὰ θαύμαζε τὰ θαυμαστὰ δημιουργήματα τοῦ παρελθόντος πάνω σὲ πέτρα καὶ μάρμαρο. Τί προϊστορικὰ ἐκθέματα, τί αἰγυπτιακὰ μνημεῖα… Ἀλλὰ τὸ ἐντυπωσιακώτερο γιὰ κεῖνον, ἦταν ἕνας καθιστὸς Διόνυσος ἀπ’ τ’ ἀνατολικὸ ἀέτωμα τοῦ Παρθενώνα· πάμπολλα γλυπτὰ εἴχανε φτάσει ἀπ’ τὴν Ἀκρόπολη τῶν Ἀθηνῶν στὴν Ἀγγλία δυὸ αἰῶνες πρὶν καί, ἐν τέλει, κατέληξαν στὸ Μουσεῖο.

Λόγῳ πρόσφατων ἀνακατατάξεων στὸ προσωπικό, αὐτὴ θἆταν ἡ πρώτη του νυχτερινὴ βάρδια. Ἕνας συνάδελφος τοῦ μήνυσε ὅτι, ἂν ἀκούσῃ τίποτα χτύπους ἀπ’ τὴν αἴθουσα τοῦ Παρθενώνα, νὰ ξέρῃ πώς: Κάποια κατάρα κατατρέχει τὰ μάρμαρα. Δέν ἔδωσε σημασία. Ἀνοησίες ποὺ λένε οἱ φύλακες, γιὰ νὰ περνᾶνε τὴν ὥρα καὶ νὰ τρομάζῃ σαδιστικά ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, σκέφτηκε…

Ἔφτασε στὴν πύλη, ἔδωσε τὰ διαπιστευτήριά του κ’ ἔπιασε δουλειά. Κάποια στιγμή, ἄμαθος στὰ νυχτέρια, τὸν παίρνει ὁ ὕπνος… Καθὼς ἔβλεπε σ’ ὄνειρο νὰ κάνῃ ἡλιοθεραπεία σὲ νησὶ τοῦ Αἰγαίου καὶ νὰ πίνῃ ταυτόχρονα φραπέ (τοῦ τὸν εἶχε μάθει ἡ ἀδερφή του μετὰ τὸ ταξίδι της στὴν Ἑλλάδα -τὸν εἶχε ἐπίσης κατατοπίσει καὶ γιὰ τὰ ἐδέσματα τοῦ τόπου: greek mousaka, souvlaki…), ἀκούει μιὰ  σ φ υ ρ ι ά!  Πετάγεται. Μπά! Μές στὸν ὕπνο θἆταν μ’ ὅ,τι μοῦ ΄πανε οἱ παλαβοί… Κάνει νὰ ξαναγύρῃ… Κι ἄλλη σφυριά! What the hell!, φωνάζει ἐξωργισμένος.

Ἀκολουθεῖ τίς «ὁμοβροντίες» καὶ φτάνει στὴν αἴθουσα τῶν μαρμάρων. Τὸ ταβάνι ἀντιβούιζε ἀπ’ τὶς σφυριές: συνεχεῖς, ρυθμικὲς κι ἄοκνες σφυριές· σὰ μουσικὴ ἀπὸ κρουστά. Καὶ κάθεμιά τους γεννοῦσε εἰκόνες στό, μὲ καλλιτεχνικὴ ἔφεση, μυαλό του: τὸ μπράτσο ἑνὸς ἐφίππου, τὸ χέρι ἑνὸς κενταύρου στὸ λαιμὸ ἐνὸς λαπίθη…

Ὁ ἦχος σμιλεύει τὸν ἀέρα τοῦ χώρου!, ἀναφώνησε ἀπ’ τὴν ἔκπληξη.

Τότε σωπαίνουν οἱ ἦχοι κι ἀντιλαλεῖ ὁ χῶρος: Φεύ! καὶ θόρυβος ἐκκωφαντικός, σὰ νὰ σωριάζωνται ἐρείπια, τραντάζει τὴν αἴθουσα.

Who is there?, ρωτάει ἐμβρόντητος ὁ Σμίθ.

Ἀθηνάα τιμωρέ, ἀκούει ἐμέ;..

— Answer me!

Ἀληθῶς!  Ἀ κ ο ύ ε ι  ἐμὲ καίτοι θνητός. Κ’ ἔπειτὰ σ’ ἄψογα Ἀγγλικά (ποὺ γιὰ τὴ διευκόλυνση τοῦ ἀναγνώστη εἰς τὸ ἑξῆς μεταφράζονται αὐτόματα κατὰ τὴν ἀφήγηση):

Θνητέ, πῶς μὲ κατάλαβες; Εἶσαι  ὁ μ ό τ ε χ ν ο ς  καὶ μὲ νοιώθεις;

— Φανερώσου!

— Σὲ ξαναρωτάω: Πῶς νοεῖς τὴ φωνή μου;

— Μήν κρύβεσαι!

— Καλῶς…

Τυλίγει τὸ Σμὶθ μιὰ ἐκτυφλωτικὴ λάμψη καὶ δίπλα σὲ κάθε μετώπη βλέπει κομμάτια ἀπὸ μαρμάρινα γλυπτά. Στὴν ἄκρη στέκεται ἕνας κοντὸς ἄνδρας μὲ καράφλα, φορῶντας μανδύα καὶ σανδάλια καὶ κρατῶντας στὰ ἐργώδη χέρια του σφυρὶ καὶ καλέμι…

Χαῖρε, ξένε! Εἶμαι ὁ Φειδίας.

Κ’ ἐγὼ ὁ Βοναπάρτης!

Ὁρμάει νὰ τὸν ἀρπάξῃ, γιὰ νὰ τὸν συλλάβῃ,.. ἀλλὰ περνάει ἀπὸ  μ έ σ α  του καὶ βρίσκεται μὲ χτυπημένο τὸ κεφάλι στὸν ἀπέναντι τοῖχο!

Οἱ ζωντανοὶ δέν μποροῦν ν’ ἀγγίξουν τοὺς νεκρούς.

— Δηλαδή;..

— Ὤ, ναί…

— Ἐσύ, λοιπόν, κοπανᾶς κάθε νύχτα;

— Μάλιστα.

— Γιατί;

Προτοῦ σοῦ πῶ, λύσε μου τὴν ἀπορία: Γνωρίζεις ἀπὸ γλυπτική;

— Δέ σπούδασα, μὰ ἤθελα νέος νὰ γίνω γλύπτης – πιάνουν κ’ ἐμένα τὰ χέρια μου, Φειδία…

Ἆ, γι’ αὐτὸ μὲ κατάλαβες καὶ δέν ἄκουγες μοναχὰ ὑπόκωφες σφυριές, σὰν τοὺς ὑπολοίπους ἄμουσους συνάδελφούς σου! Μετὰ ἀπὸ μικρὴ παύση: Γιὰ νὰ ἐννοήσῃς τῷ ὄντι ἕνα δημιούργημα, πρέπει νὰ μετέχῃς τῆς φύσης τοῦ δημιουργοῦ… Μὰ τώρα, σ’ ὅ,τ’ εἶναι νὰ μάθῃς: Κοπανάω χιλιετίες, γιὰ νὰ φτειάξω αὐτά… Καὶ τοῦ δείχνει τὰ ρημάδια.

Ὁλόκληρος Φειδίας καὶ μόνον αὐτά;, τοῦ ἀπαντάει…

— Ἔτσι γίνονται ἐν  τ έ λ ε ι Τρέχα πιάσε τὸ πόδι δεξία ἐκεῖ…

— Δέν μπορῶ! Σὰ νάναι ἀπὸ ἀέρα!

— Ὅπως καὶ τὸ σῶμα μου… Κι αὐτὸς ὁ κόπος,.. ρημαγμένος, ἐπειδὴ πίστεψα πὼς ἡ τέχνη μου ξεπερνάει τὴν πονηριά —τὴ σοφία – πές την ὅπως θές— τῆς Ἀθηνᾶς… Βρῆκε τὸν τρόπο ἡ θεά, δῆθεν συμπονῶντας με, νὰ μὲ βασανίζῃ σὰν τὸ γερο-Σίσυφο… Ὅταν στὸ κελλί μου, κατάλαβα τὶς κακοτεχνίες στὸ ναὸ τοῦ Παρθενώνα…

— Κελλί;

Δέν ξέρεις τὴν ἱστορία μου..- χά! Στ’ ἀλήθεια, οἱ ἀθάνατοι εἶναι δίκαιοι! Ὄ,τ’ ὑπόσχονται, γίνεται! Ἀλλά… νὰ τὴ βράσω τέτοια δικαιοσύνη, Ἀθηνᾶ!

Ἠρεμῶντας κάπως συνεχίζει: Εἶναι τέτοια πιὰ ἡ  φ ή μ η  τῶν ἔργων μου πούχει ξεχαστῆ σχεδὸν ἡ ζωή μου. Εἶχα κλέψει τὸ κάτιτίς μου σὲ χρυσάφι κατασκευάζοντας τὸ δικό της ἄγαλμα καὶ τοῦ πατέρα της, γιὰ νὰ ζήσω ὁ Ἕλληνας… Ἐν πάσῃ περιπτώσει, στὴ φυλακὴ διεπίστωσα προβλήματα στὴν ἐκτέλεση κ’ ἱκέτευσα τὴν Ἀθηνᾶ, νὰ βρεθῇ τρόπος ἐπιδιόρθωσης, ὥστε νὰ μή μὲ κακοχαρακτηρίσουν οἱ αἰῶνες… Τὸν βρῆκε: Θὰ διαφυλάσσῃ κείνη τὴ φήμη μου κ’ ἐγὼ θὰ σκαλίζω ἀντίγραφα αἰθέρια, ὡσότου ἀνακαλύψω καὶ διορθώσω κάθε λεπτομερεία. Μὲ μίαν, ὅμως, ὑποσημείωση: Ὁ χρόνος γιὰ κάθε ἀντίγραφο εἶν’ ἑνενῆντα μέρες. Ἔπειτα,..  α ὐ τ ο α ν α τ ι ν ά σ σ ε τ α ι.  Ὅμως, ὅσο καλός καὶ νάσαι στὴν τέχνη σου, εἶσαι  θ ν η τ ό ς  – μοῖρα σου, πάντα κάτι νὰ ξεφεύγῃ… Κι ὥς τώρα γύρω στὰ δέκα χιλιάδες ἀντίγραφα, ἔχουνε γίνει θρύψαλα! Δέ μοῦ ΄φτανε κιόλας τὸ μαρτύριο, ἔπρεπε καὶ νὰ ξενιτευτῶ, γιὰ νἄχω ἀποκοντὰ τὸ πρωτότυπο… Δυὸ αἰῶνες λαχτάρησα τὸν ἀττικὸ οὐρανό! Ὅμως, καὶ νὰ τὸν δῶ, δέ θὰ ἡσυχάσω – ἐς ἀεὶ θὰ σκαλίζω τὴ δυστυχία τῆς τέχνης μου… κ’ οἱ τωρινοὶ Ἀθηναῖοι θ’ ἀκοῦνε πλάι σ’ ὅλα καὶ τὸ θόρυβό της…

Ἐν κατηγορίαις: Πεζά
Ἀρέσκει μοι!     Κοινοποιήσατε
Προσωπικὸν ἱστολόγιον τοῦ Θεοδοσίου Ἀγγ. Παπαδημητροπούλου
© 2015-24 Θεοδόσιος Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος Ἐκδόσεις ΘΑΠ
-