Ἢ ὅλα ἢ τίποτε τοῦ εἶχαν εἰπεῖ κ’ ἐπεράσαν τὰ χρόνια.
Ἢ ὅλα ἢ τίποτε ἐσύ -μοῖρα σου πάντοτε αὐτό.
Κάπως τῆς ρήσεως ὡς νὰ συνέλαβε ἐκεῖνος τὸ πνεῦμα.
Ὅλα: σημεῖον μικρόν. Τίποτε: χῶρος εὐρύς.
Πῶς νὰ σταθῇ καὶ νὰ ἰδῇ καὶ νὰ ζῇ εἰς τοῦ παντὸς κεῖ τὴν κόψιν;
Πῶς ἀντοχήν ὡς νὰ εὑρῇ, τόσον κενὸν θεωρῶν;