Μουρουνέλαιο

Α΄

ΜΗΤΕΡΑ: Ἄνοιξε τὸ στοματάκι σου!

ΓΙΟΣ: Δέ θέλω…

ΜΗΤΕΡΑ:Μὰ εἶν᾿ ὠραῖο. Ἔτσι θὰ δυναμώσῃς,.. θὰ γίνῃς μεγάλος καὶ τρανός.

ΓΙΟΣ: Δέ θέλω!

ΜΗΤΕΡΑ: Ἔλα… Γιὰ τὴ μαμά. Κλεῖσε τὴ μύτη σου… Μιά και κάτω!

ΓΙΟΣ: Εἶναι πικρό. Δέ μ᾿ ἀρέσει.

ΜΗΤΕΡΑ: Κάτσε ἥσυχος καὶ πιές το.

ΓΙΟΣ: Δέν κάθομαι!

ΜΗΤΕΡΑ: Ἂν  δέν τὸ πιῇς..- κακομοίρη μου!

ΓΙΟΣ: Δέ θὰ τὸ πιῶ.

ΜΗΤΕΡΑ: Ἔλα, ἀγόρι μου… Ἔλα, πουλί μου…

ΓΙΟΣ: Ὄχι.

ΜΗΤΕΡΑ: Ναί…

ΓΙΟΣ: Ὄχι!

ΜΗΤΕΡΑ: Πιές το. Ἀλλιῶς θὰ φωνάξω τὸν πατέρα σου.

ΓΙΟΣ: Δέν τὸ πίνω – δέν τὸ πίνω.

ΜΗΤΕΡΑ: Θὰ τὸ πιῇς… Εἰδαλλιῶς δέν ἔχει φαγητὸ τὸ μεσημέρι.

ΓΙΟΣ: Ὄχι!, ὄχι!  Β ρ ο μ ά ε ι. (Δίνει μιά στὸ κουτάλι καὶ τὸ ρίχνει κάτω.)

ΜΗΤΕΡΑ: Ὥστ᾿ ἔτσι… Δέν τὸ πίνεις, ἔ; Τὸ πετᾶς καὶ κάτω… Κι ἀπὸ ποῦ ᾿μαθες νὰ πετᾶς τὰ καλὰ τοῦ Θεοῦ;..  Τ ώ ρ α  θὰ σοῦ δείξω γώ. (Τὸ χτυπάει. Κλαίει τὸ ἀγόρι.)

ΓΙΟΣ: Ἆαα! Δέν τὸ πίνω!… Εἶσαι κακιὰ καὶ βλαμένη.

ΜΗΤΕΡΑ: Τὴ  μ ά ν α  σου λές βλαμένη;! Νά γιὰ νὰ μάθῃς!..

ΓΙΟΣ: Ἆαα!.. (Ἡ μητέρα παίρνει ἄλλο κουτάλι καὶ τὸ γεμίζει μὲ μουρουνέλαιο.)

ΜΗΤΕΡΑ: Ἔλα, δέ θὰ σὲ πιλατεύω ὅλη μέρα.

ΓΙΟΣ: Εἶσαι κακιά,.. κακιά. (Πίνει.)

ΜΗΤΕΡΑ: Μπράβο τὸ παιδί. Μάσα καὶ τὸ πορτοκάλι. (Τὸ ἀγκαλιάζει.)

ΓΙΟΣ: Μαμά, θὰ φάω τὸ μεσημέρι;

ΜΗΤΕΡΑ: Εἶσαι σύ…

Β΄

ΜΗΤΕΡΑ: Τὴν ἦπιες τὴν κουταλιά;

ΓΙΟΣ: Μετά. Ὅταν θὰ γυρίσω.

ΜΗΤΕΡΑ: Ἐσὺ μπορεῖ νὰ γυρίσῃς καὶ τὰ ξημερώματα. Τί νὰ τὸ κάνῃς τότε – ὕστερ᾿ ἀπ᾿ ὅ,τι θάχῃς κατεβάσει;

ΓΙΟΣ: Ὄχου ρὲ μάνα. Εἶπα: Ὅταν γυρίσω…

ΜΗΤΕΡΑ: Μιά στιγμὴ θὰ σοῦ πάρῃ: Πήγαινε μέσα, ἄνοιξε τὸ μπουκάλι, ρίξ’ το στὸ κουτάλι, πιές το καὶ τέλειωσες. Μήν τ᾿ ἀφήνῃς γιὰ μετά. Ποτὲ μὴν ἀφήνῃς τίποτα γιὰ μετά…

ΓΙΟΣ: Σιγά τὴ σπουδαία ὑπόθεση… Τὸ πολύ-πολὺ νὰ μήν τὸ πιῶ… Λοιπόν, φεύγω. (Τὴ φιλάει.)

ΜΗΤΕΡΑ: Μήν ἀργήσῃς. Δὲν μπορῶ μόνη μου.

ΓΙΟΣ: Θάρθω νωρίς.

ΜΗΤΕΡΑ: Μπράβο, νὰ προλάβῃς καὶ τὴν κουταλιά σου.

Χτυπάει μὲ δύναμη τὴν πόρτα.

ΜΗΤΕΡΑ (Φωναχτά, κουνῶντας τὸ κεφάλι της): Νὰ προσέχῃς. Θὰ τόχω σὲ μιὰ χαρτοπετσέττα στὸ τραπέζι.

 Γ΄

ΓΙΟΣ: Τὸ τελευταῖο… (Τῆς δίνει χάπι.)

ΜΗΤΕΡΑ: Ἄχ…

ΓΙΟΣ: Ἄκουσες τί σοῦ ᾿πε ὁ γιατρός.

ΜΗΤΕΡΑ: Ναί, ποὺ νὰ μήν ἄκουγα…

ΓΙΟΣ: Πῶς εἶσαι; Ἡ πλάτη σου;..

ΜΗΤΕΡΑ: Γύρνα με λίγο…

ΓΙΟΣ: Καλά;

ΜΗΤΕΡΑ: Καλά… (Παύση.) Θυμᾶσαι τότε,.. ποὺ σοῦ ᾿δινα νὰ πιῇς τὸ μουρουνέλαιο;

ΓΙΟΣ: Πῶς δέ θυμᾶμαι…

ΜΗΤΕΡΑ: Ἦρθε ἡ σειρά μου…

ΓΙΟΣ: Μήν παραπονιέσαι.

ΜΗΤΕΡΑ: Τελειώνω, ἀγόρι μου. Κ᾿ ἐσένα ἔχω στὸ νοῦ μου. Τί θὰ γίνῃς; Μόνος…

ΓΙΟΣ: Τά ᾿παμ᾿ αὐτά. Χιλιάδες φορές… Τά ᾿παμε καὶ τὰ  ξ α ν ά π α μ ε.

ΜΗΤΕΡΑ: Κι οὔτε μιὰ φορὰ δὲ μ᾿ ἄκουσες. Τοῦ κεφαλιοῦ σου, πάντα!

ΓΙΟΣ: Παράτα τα!

ΜΗΤΕΡΑ: Γιὰ τὸ καλό σου μιλάω…

ΓΙΟΣ: Μ ι ά  ζ ω ὴ  γιὰ τὸ καλό μου…

ΜΗΤΕΡΑ: Κι ἀκόμα παραπέρα, ἀγόρι μου. Κι ἀκόμα παραπέρα…

ΓΙΟΣ: Δέν ξεμπερδεύω εὔκολα ἀπὸ σένα, ἔ;..

Βαθειὰ σιωπή.

ΓΙΟΣ: Ἔ, μάνα; (Παύση.) Δὲν ξεμπερδεύω.

Σηκώνεται. Πάει στὸ τραπέζι· στὸ κέντρο, τὸ κουτάλι μὲ τὴ χαρτοπετσέτα.

Ἐν κατηγορίαις: Θέατρο
Ἀρέσκει μοι!     Κοινοποιήσατε
Προσωπικὸν ἱστολόγιον τοῦ Θεοδοσίου Ἀγγ. Παπαδημητροπούλου
© 2015-24 Θεοδόσιος Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος Ἐκδόσεις ΘΑΠ
-