Κάτω ἀπὄνα ξεραμένο δέντρο στὸν ᾍδη.
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Πάντα ἐδῶ σὲ βρίσκω, παληέ μου γείτονα. Κάτω ἀπὸ τοῦτο τὸ ξερόδεντρο.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ναί,.. νοιώθω ἔτσι πὼς κάτ’ ὑπάρχει τῆς Φύσης σ’ αὐτὴ τὴν ἐρημιὰ ποὺ πηγαινοερχόμαστε.
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ (Ἀπότομα): Ἀμάν! Τί ‘ταν αὐτὸ τὸ κατάμαυρο πρᾶγμα ποὺ πέρασε βολίδα;!.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ἆ! Ὁ Ἀλέξανδρος! Σὰν κατέβηκε ἐδωκάτω, βρῆκε τ’ ἄλογό του, τὸν Βουκεφάλα ποὖχε πεθάνει πρὶν ἀπὸ κεῖνον, τὸν ξανακαβάλλησε καὶ τρέχει ὄλη τὴν ὥρα στὴν ἴδια πάνω πορεία: Ναὐρῇ τ’ ἀστέρια καὶ νὰ ξεφύγῃ ἀπ’ τὴν Οἰκουμένη, ὅπως ἔλεγε ὁ συμπατριώτης κι ὁμόνεκρός μας Αἰσχίνης.
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Μά, ἂν πάντα τρέχῃ στὴν πορεία του, πῶς τὸν βλέπεις καθισμένος ἐσὺ κάτω ἀπ’ τὸ δέντρο συνεχῶς νὰ ξαναπερνάῃ; Θὰ πέρναγε καὶ θὰ χανόταν τότε στὸ ἄπειρο τοῦ ὁρίζοντα! Γιατὶ δὲ βλέπω πουθενά νὰ σταματάῃ αὐτὴ ἡ ξεραΐλα.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Φίλε μου, κ’ ἐσύ — ἴδια μ’ ἐκεῖνον — ἀκόμα δέν ἔχεις κατάλαβει ποῦ βρίσκεσαι: Μὲ τὴν εὐθεῖα τοῦ θανάτου ξέφυγε ἤδη ἀπ’ τὴν Οἰκουμένη τῆς Ζωῆς — ποὺ δέν τοῦ ‘φτανε ὅλη μαζὶ σὰ ζοῦσε — καὶ τώρα τρέχει ἔνδοξα καὶ κυκλικά ἐπὶ σημείου Ἀνυπαρξίας!