Στὸν ᾍδη.
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Φοβᾶμαι, Σωκράτη.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ἀκόμα, Ἐπιμενίδη;
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Τί θές νὰ πῇς;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ἀκόμα κ’ ἐδῶ, στὸ πεδίο τοῦ Θανάτου, φοβᾶσαι; Γιατί;
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Πῶς θὰ προχωρήσουν τὰ παιδιά μου… Τί θ’ ἀπογίνῃ ἡ πόλη μας…
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ποιό εἶναι τὸ χειρότερο ποὺ μποροῦν νὰ πάθουν;
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Σκέφτεσαι γι’ ἀπάντηση τὸ θάνατο;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ναί, σὰν τί ἄλλο;
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Ἆ, Σωκράτη! Νά ποὺ μιά φορὰ σὲ πιάνω ἀστόχαστο!
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Δηλαδή;
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Ὑπάρχει κάτι πολύ χειρότερο: Νὰ πεθάνῃ μαζὶ μ’ ἐκείνους καὶ κάθ’ ἐλπίδα γιὰ μελλοντικὴ ζωή.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Μελλοντική; Ἀπὸ ποῦ σοῦ ΄ρθε μιὰ τέτοια λέξη; Καὶ ζωὴ μάλιστα! Δέν ἔμαθες πὼς ὅ,τι κι ἂν γίνῃ πάνω, μαζί σου καὶ γιὰ σένα αὐτὴ ἡ λέξη τέλεψε: τὸ μέλλον. Δέν κατάλαβες ἀκόμα πώς, παρέα μὲ τὸν νεκρό, θάβεται κι ὁλόκληρος ὁ χρόνος — μέλλον, παρὸν καὶ παρελθόν –, τοὐλάχιστο γι’ αὐτόν; Πὼς οἱ διάλογοί μας φ α ί ν ο ν τ α ι μόνον ὅτι γίνονται καὶ κυλᾶνε; Οἱ στιγμές μας πὼς εἶναι ὅλες μία -μὴ πῶ καμμία;! Ὅτι παρέα μὲ τὸ χρόνο πέθανε κάθε φόβος,.. κάθ’ ἐλπίδα;.. Ἀκόμα καὶ στὸ ὕστατο, φίλε μου, παιδεύεσαι γιὰ κάτι ἀσύστατο. Γνωρίζεις τί ἀλήθεια «φοβᾶμαι» ἐγὼ γιὰ σένα;
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ μ’ ἔκφραση ἀπορίας στὸ πρόσωπο.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: «Φοβᾶμαι» πὼς ὅποιος λίγα κατάλαβε στὴ ζωή, ἀναγκαῖα ἀκόμα λιγώτερα θὰ νοήσῃ στὸ θάνατο. Γιὰ νάχῃ ἀκόμα νὰ φοβᾶται…