Στὸν ᾍδη.
Ὁ ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ κι ὁ ΣΩΚΡΑΤΗΣ κοιτάζουν δυὸ ἄλλους νεκρούς.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ (Σιγανά): Καθυστέρησαν.
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Τί εἶπες;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Λέω: Ἡ συζήτησή τους κράτησε περισσότερο ἀπ’ ὅσο τὸ συνηθίζουν.
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Τοὺς ξέρεις;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Εἶναι καινούργιοι. Ἡ ἐποχή τους τρέχει μὲ ταχύτητες ἄλλες· δέ στέκονται σ’ ἕνα θέμα γιὰ ὥρα. Σχεδὸν ὅλα τοὺς φαίνονται ἀνούσια καὶ περιττά.
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Γιὰ ποιό πρᾶγμα μιλοῦσαν;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Νόμιζαν πὼς φιλοσοφοῦσαν…
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Ἀκόμα κ’ ἡ φιλοσοφία, λοιπόν, τοὺς φαίνεται περιττὴ κι ἀνούσια;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Χά! Κυρίως αὐτή. Ποῦ νἄξεραν ὅμως πὼς ἡ μεγαλύτερη «περιττολογία» εἶναι ὁ ἴδιος ὁ λόγος γιὰ τὴ ζωή… Γι’ αὐτό τοὺς βλέπει ἔτσι χαρωπούς: Ξορκίζοντας τὸ «περιττό», νομίζουν ὅτι ἐδῶ, ποὺ τὰ πάντα ἔχουν χαθῆ, βρῆκαν ἐπιτέλους τὴν εὐτυχία· μή ἔχοντας ζήσει στ’ ἀλήθεια, νομίζουν τὴν ἔλλειψη τοῦ θανάτου εὐχάριστη λιτότητα…