Στὸν ᾍδη.
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Σωκράτη, ἂν ἦταν μέρα σήμερα τοῦ Πάνω Κόσμου, θἄτανε χάρμα.
Ὁ ΣΩΚΡΑΤΗΣ σιωπᾷ.
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Οἱ κάμποι, τὰ βουνὰ καὶ τὰ πουλάκια θὰ λούζονταν στὸ φῶς.
Ὁ ΣΩΚΡΑΤΗΣ σιωπᾷ.
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Χαρά μεγάλη νὰ ζῇς μιὰ τέτοια μέρα.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ (Κοφτά): Ναί.
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Σ’ ἄκουσα βαρύ ἢ μοῦ φάνηκε;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Μ’ ἄκουσες.
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Καὶ πῶς ἔτσι ἐσύ, Σωκράτη;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ἐκπλήσσεσαι;
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Δέν τὸ συνηθίζεις.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Σκέφτομαι,.. στοχάζομαι πὼς ἔκανα μεγάλο λάθος.
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Δηλαδή;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Θυμᾶσαι κείνη τὴ φράση ποὺ μ’ εἴχατε πάρει στὸ ψιλό;
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Λές γιὰ τό: «Ἓν οἶδα ὅτι οὐδέν οἶδα»;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ναί.
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Ἔ, ἀπ’ ὅλους πότε-πότε μᾶς ξεφεύγει κάτι ἀνόητο…
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Δέν εἶν’ ἀνόητο κ’ ἐκεῖ βρίσκεται τὸ πρόβλημα.
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Δέν καταλαβαίνω.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ἐπιμενίδη, ὁ λόγος μου, ὡς τέτοιος, παροτρύνει τὸν ἐξεταστικὸ καὶ φιλέρευνο νὰ προχωρήσῃ -νὰ μήν ἱκανοποιῆται μ’ ὅ,τι νομίζει πὼς ἔχει, ἐνῷ τὸν ράθυμο νὰ παρατήσῃ κάθε προσπάθεια. Βλέπεις, ἡ ψυχὴ τοῦ δεύτερου μαθημένη νὰ βρίσκῃ παντοῦ δικαιολογίες, κάπως ἔτσι θὰ συλλάβῃ τὸ λόγο μου: «Ἐφόσον μόνο γνωρίζουμε ὅτι δέν γνωρίζουμε ὅλως δι’ όλου, τί νόημα ἔχει νὰ ἐξετάζουμε καὶ νὰ ἐρευνᾶμε ἐξ ἀρχῆς;.. Ποιό τὸ νόημα νὰ πασχίζῃς δίχως νὰ λαμβάνῃς;» Καθὼς ἐκεῖνος δέν ξεκουνιέται, μήτε κι ὅταν θὰ ἐλάμβανε κάτι..- πόσο μᾶλλον σὰ βεβαιωθῇ πὼς δέ θὰ λάβῃ! Γι’ αὐτό μὲ βλέπεις ἔτσι σκεπτικό: Ἔδωσα ἀφορμὴ στὸν ἀνόητο νὰ συνεχίζῃ ἀπερίσπαστος μές στὴν ἀνοησία του καὶ ν’ ἀντιλέγῃ μ’ αὐθάδεια κιόλας στὸν ἄλλον.