Στὸν ᾍδη.
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ (Δείχνει μακριά στὸ βάθος): Τί ΄ναι κεικάτω;.. Μυστήριο… Δυό φίδια: μὲ χρυσό κεφάλι τὸ πρῶτο καὶ σκοῦρα οὐρά· τὸ δεύτερο τὸ ἀνάποδο… Σέρνονται καὶ πλακώνει τό ΄να τ’ ἄλλο..- σὰ νὰ χορεύουνε· μὰ ὁ χορός τους, ἀργός καὶ πένθιμος -λές καὶ τραβᾶν βαρύ φορτίο, ἀσήκωτο!..
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Δέν εἶναι φίδια…
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Τότε;..
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Περίμενε… καὶ θὰ δῇς…
Παύση.
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Γιά στάσου! -εἶν’ ἄνθρωποι! Στὴν πρώτη σειρά, ὁ ἐξάρχων φοράει ροῦχα ἀπὸ χρυσή κλωστή· ὁ ἀποπίσω του, ἴδια, μὰ φτωχότερα..- ὡσότου φτάσῃς στὸν τελευταῖο, πούχει πάνω του κουρέλια! Στὴ δεύτερη, κεῖνος ποὺ σέρνει τὸ χορό, φοράει κουρέλια καί, σιγά-σιγά, φτάνεις στὸν ὕστατο, πούναι ντυμένος στὰ χρυσά. Καθένας τους βαστάει ἀπ’ τὸ ροῦχο τὸν μπροστά -ἀποκεῖ τὸν τραβάει αὐτός στὸ θλιμμένο τους ταξίδι. Σωκράτη, τί παρέλαση εἰν’ τούτη;!
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Στὸ πρῶτο μακρυνάρι, ὁ πίσω χρωστοῦσε στὸν μπροστά, καὶ δενόταν ἀπ’ τὸ χρέος τῆς πάνω ζωῆς. Ὅμως, ἀκόμα κι ὁ ἐξάρχων δέν αἰσθάνετ’ ἐλεύθερος: Μπορεῖ νὰ μὴ χρωστοῦσε σὲ κανένα, μὰ δέν ἔκανε ἄλλο ἀπ’ τὸ νὰ περιμένῃ — νυχθημερόν! — τὸ χρέος νὰ ξεπληρώσουν… Γι’ αὐτό, βλέπεις κ’ ἐκεῖνον σκυθρωπό. Στὸ δεύτερο τό «φίδι», καθένας τρέχει πίσω ἀπ’ τὸν ἄλλον ποὺ τοῦ χρωστοῦσε… Ὁ μπροστάρης κουρελὴς δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ ροβολάῃ πίσω ἀπὸ κανέναν -δέν τοῦ χρωστοῦσαν· ἀλλὰ κι αὐτός, ξανά, σέρνει φορτίο: Ἔνοιωθε πάντοτε βαθειά τὴν ἀνησυχία καὶ τὸν κίνδυνο ἀπὸ τοὺς δανειστές του…
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Δηλαδή, εἴτε χρωστᾷς, εἴτε σοῦ χρωστᾶνε, ἴδια θὰ βασανίζεσαι δωκάτω;..
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ἴδια, ἀφοῦ ἀφήνεις τὴν ὀφειλή, ἢ τὰ ὀφειλόμενα, νὰ ὁ ρ ί ζ ο υ ν τὴ ζωή σου!