Νεκρικὸς διάλογος: Ἡ οὐρὰ τοῦ ὄφεως

Ἐν ᾍδη.

ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ (Δείχνει στὸ βάθος μακριά): Τί νὰ εἶναι ἐκεῖ; Μυστήριο… Δύο ὄφεις: μὲ χρυσὸ κεφάλι ὁ πρῶτος καὶ μαύρη οὐρά· ὁ δεύτερος τὸ ἀνάποδο. Σύρονται καὶ περνάει εἷς ἐπάνωθεν τοῦ ἄλλου..- ὡσὰν νὰ χορεύουν· μὰ ὁ χορός τους, ἀργὸς καὶ πένθιμος -ὡσὰν νὰ τραυοῦν φορτίο βαρὺ καὶ ἀσήκωτο!

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Δέν εἶναι ὄφεις.

ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Τότε; Τί εἶναι;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Περίμενε… καὶ θὰ ἰδῇς.

Παῦσι.

ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Στάσου. Εἶνε ἄνθρωποι. Στὴν πρώτη σειρά, ὁ ἐξάρχων φορεῖ ροῦχα ἀπὸ χρυσῆ κλωστή· ὁ ὀπίσω του ἴδια, ἀλλὰ πτωχότερα, ἕως ὅτου φθάσῃς στὸν ἔσχατο, ποὺ ἔχει ἐπάνω του κουρέλια! Στὴν δεύτερη, ὁ σύρων τὸν χορὸ φορεῖ κουρέλια καί, σιγά-σιγά, φθάνεις στὸν ὕστατο, τὸν ντυμένο στὰ χρυσᾶ. Καθεὶς κρατεῖ ἀπὸ τὸ ἔνδυμα τὸν ἔμπροσθεν -ἀπὸ ἐκεῖ τὸν τραυάει στὸ θλιμμένο των ταξίδι. Σωκράτη, τί παρέλαση εἰναι αὐτή;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Στὸν πρῶτον «ὄφιν», ὁ ὀπίσω ἐχρωστοῦσε στὸν ἔμπροσθεν, καὶ ἐδένετο ἀπὸ τὸ χρέος τῆς ἐπάνω ζωῆς. Ὅμως, ἀκόμη καὶ ὁ ἐξάρχων δέν ᾐσθάνετο ἐλεύθερος: Δὲν ἐχρωστοῦσε σὲ κανένα, ἀλλὰ δέν ἔκαμνε ἄλλο παρὰ νὰ περιμένῃ — νυχθημερόν — χρέη νὰ τοῦ ἐξεπληρώσουν. Κατὰ τοῦτο βλέπεις κ’ ἐκεῖνον σκυθρωπόν. Στὸν δεύτερο τὸν «ὄφιν», καθεὶς τρέχει ὀπίσθεν ἄλλου ποὺ τοῦ ἐχρωστοῦσε. Ὁ κουρελὴς ἔμπροσθεν δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ τρέχῃ ὀπίσω ἀπὸ κανένα -δέν τοῦ ἐχρωστοῦσαν· ἀλλὰ καὶ αὐτός σύρει πάλι φορτίο: Ἔνοιωθε πάντοτε βαθεῖα ἀνησυχία καὶ τὸν κίνδυνο ἀπὸ τοὺς δανειστές του.

ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Δηλαδή, εἴτε χρεωστεῖς εἴτε σοῦ χρεωστοῦν, ὁμοίως θὰ βασανίζεσαι;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ὁμοίως, ἐφ’ ὅσον ἐπιτρέπεις ἡ ὀφειλὴ ἢ τὰ ὀφειλόμενα νὰ  ὁρίζουν τὸν βίο.

Ἐν κατηγορίαις: Νεκρικοὶ διάλογοι Στοχασμοί

Θεοδόσιος Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος
15/9/2017· 2η ἐπεξεργασία: 16/02/2022.
Ἀρέσκει μοι!     Κοινοποιήσατε
Προσωπικὸν ἱστολόγιον τοῦ Θεοδοσίου Ἀγγ. Παπαδημητροπούλου
© 2015-24 Θεοδόσιος Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος Ἐκδόσεις ΘΑΠ
-