Γράφω ὑμνητικὰ στιχάκια
μὲ «στρωτά», «ἁπλᾶ» λογάκια
νὰ γενοῦν συνθηματάκια
σὲ πορεῖες, σὲ μαζώξεις,
σὲ πλατεῖες κ’ «ἐκκενώσεις».
Ἂν τὸ μαῦρο λέγω ἄσπρο
καὶ τὸ ἄσπρο πάλι μαῦρο,
ἂν τὴ μέρα κάνω νύχτα
καὶ τὴ νύχτα πάλι μέρα,
οἱ ἀμόρφωτες ψυχές τους
μὲ τὸ λόγο μου δονοῦνται,
μὲ δοξάζουν, μ’ ἀγοράζουν,
μ’ ἀγαποῦν καὶ μὲ θαυμάζουν.
Γι’ ἀρχές μου, ἔχω πάντα
τὸ κοινό μου νὰ μ’ ἀντέχῃ,
νὰ κοσμῶ τὸν ἑαυτό μου,
νὰ τιμῶ τό «μερτικό» μου.
Πάνω στά «πονήματά» μου
στήνουν ἄλλοι ἐξουσίες
καί, σὰ φτάσῃ ἡ ὥρα κιόλας,
μοῦ χαρίζουν περιουσίες.
[Στὸ βάθος… πρόβατα. Μελιγαλᾶς. Ἀπρίλιος 2018.]