Ἆ, γεροντοκρατία, νεπωτισμός, νεολαιοκρατία…
Τάκης Παυλοστάθης
Ποιήματα & Πεζά, 1964-1999,
ἐπιμέλεια: Δημήτρης Ἀρμαος, Νεφέλη, Ἀθήνα 2006, σελ. 29.
Ὅσο ἀποτελεσματικώτερη εἶναι ἡ καθεστηκυῖα τάξη, ἄλλο τόσο προσαρμοστικώτερη ἀποδεικνύεται στὶς διάφορες ἐκφάνσεις της. Πλάι σ’ ὅλα τ’ ἄλλα, διάθεση καὶ δύναμη στρέβλωσης τὴν ὑπηρετοῦν συνεχῶς στὴν ἀντιδραστική της στάση πρὸς κάθετί νέο καὶ στ’ ἀλήθεια ἐκσυγχρονιστικό. Νομίζει πὼς ἔτσι θὰ διαφυλάξῃ τὴ λειτουργία της -γιὰ καλὸ καί γιὰ κακό.
Ἐπειδὴ τὰ πάντα ρεῖ, τὸ ρέμα παίρνει μαζί του κι ὅσα ἡ ἀνθρώπινη κοινωνία θεμελίωσε κατὰ καιρούς: κτήρια, ὑποδομές, κράτη, συμπεριφορές… Σὰν ἡ μεταλλαγὴ ἔχῃ γίνει πιὰ ὁρατή, τὸ ὑφιστάμενο ὀφείλει νὰ μετατοπιστῇ ἀπὸ μόνο του, ἢ νὰ ὑποκύψῃ στὴ φθορά. Ἡ ὅποια, ὅμως, ἠθελημένη μετατόπιση προϋποθέτει προσπάθεια, γνώση κ’ ἐπίνοια. Κι αὐτὰ τὰ πράγματα, δέ βρίσκονται εὔκολα ἤ, ἐν πάσῃ περιπτώσει, δέν κατακτῶνται μὲ τὴν προσκόλληση στὸ παρελθὸν καὶ στό, θεωρούμενο, κεκτημένο. Ἴδια κ’ οἱ ἐξουσίες: Λογαριάζουν ὡρισμένα, ποὺ κάποτε λειτουργοῦσαν (ἀκόμα κ’ ὑπὲρ τῶν ἐξουσιαζομένων), ὡς κεκτημένα καὶ δέ θέλουν νὰ τὰ παραδώσουν ἀμαχητί -τὸ ἀντίθετο!: «Λυσσᾶνε» νὰ τὰ διαιωνίσουν ἀναγοντάς τα σὲ καταστατικὰ στοιχεῖα τῆς ὕπαρξής τους (καί, ἐξ ἀντανακλάσεως, τοῦ Κόσμου ὁλόκληρου). Ἐπιστρατεύονται, λοιπόν, οἱ γηραιότεροι καὶ μαθημένοι στὸ παιγνίδι, γιὰ νὰ συνετίσουν «καταλλήλως» τοὺς νεώτερους· γεννᾶται σχεδὸν αὐθόρμητα ἡ περιώνυμη γεροντοκρατία. Οἱ παληοὶ φρουροῦν τὸ παλαιό, ἀδιαφορῶντας ἂν εἶν’ ἄξιο ἢ ζωντανὸ πιά· ἀρκεῖ νἆναι παληὸ καὶ τότε εἶναι καὶ καλό! Νά τί πρεσβεύουν καὶ προωθοῦν μὲ ζῆλο κι αὐταπάρνηση.
Ἡ γεροντοκρατία χάνεται, ὡς φαινόμενο, στὰ βάθη τῆς Ἱστορίας· ἴσως ἀποτελεῖ στοιχεῖο ἐκ τῶν οὐκ ἄνευ γιὰ τὴ συγκρότηση τῆς ὅποιας κοινωνίας, ἀπ’ ὅταν ὁ ἄνθρωπος δημιούργησε δομὲς ἐξουσιαστικές/διοικητικές, ὥς σήμερα στὶς τεράστιες μεγαλουπόλεις,.. μιά, ἂς τὸ ποῦμε ἔτσι καὶ μὲ πᾶσα ἐπιφύλαξη, συστημική/δομικὴ δυσλειτουργία τῶν ἀνθρωπίνων κοινωνιῶν. Βέβαια, ἡ ἀντίσταση, σὲ τέτοιες ἀντανακλαστικὲς πρακτικές, ὀφείλει νἆναι συνεχής. Σὲ κάθε φράση τοῦ εἴδους: Ἐγὼ εἶμαι μεγαλύτερος, ἔχω περισσότερα χρόνια στὸ κουρμπέτι, γι’ αὐτὸ ἄ κ ο υ με!.. (δίχως καμμιάν ἐξέταση τοῦ πρότερου βίου ἐκ μέρους τοῦ διατάκτη, ἢ μιὰν ἐλάχιστη λογικὴ ἐξήγηση γιὰ τὸ παρουασιαζόμενο ὡς ἀναγκαῖο), ἕν’ ἀπομένει μοναχά: ἠχηρὸ λεκτικὸ ἤ, σ’ ὕστατη ἀνάγκη αὐτοπροστασίας, κανονικό χαστούκι ὡς ἀπάντηση!.. Ὁ ὀξαποδῶ δέν ἐκδιώχνεται μ’ ψευτοευγένειες, διπλωματία καὶ μουρμουρητά. (Ὅμως, καὶ τό «χαστούκι» συνοδεύεται ἀπὸ προϋποθέσεις γιὰ ὅποιον τολμήσει νὰ τὸ δώσῃ: Πρέπει νὰ πολεμάῃ τὴ δικιά του πνευματικὴ ἀδράνεια, νἄχῃ ἐννοήσει τὸ βάρος τῶν γερατειῶν καὶ στοὺς ἀξίους γηραιοὺς ν’ ἀποδεικνύεται τῷ ὄντι σεβαστικός…)
Ἀλλὰ ἡ ἐξουσία ἔχει μεγάλη προσαρμοστικὴ ἱκανότητα, ὅταν ἀνασύρῃ τὸ μέγιστό της ὅπλο: τὴ στρέβλωση τῶν ἐννοιῶν, τὴν καταπάτηση κάθε γλωσσικῆς χρήσης πρὸς ἐμπέδωση τῆς ἰδεολογίας της. Καθὼς οἱ καλογέροι κάναν, βαφτίζουν οἱ ἐπιτήδειοι τὸ κρέας ψάρι, ἀμπαλάροντας τὸ βαθύτατα ἀντιδραστικό, γεροντοκρατικό τους πνεῦμα καὶ πουλῶντας το σὰ δῆθεν νεωτεριστικὸ κ’ ἐξυπηρετικὸ γιὰ τὴ νεολαία… Οἱ κρατικοὶ ὀργανισμοὶ καὶ τὰ στηρίγματα τῆς κοινωνίας (τὰ λογιῶν-λογιῶν εὐαγῆ ἱδρύματα…) στήνουν προγράμματα γιὰ νέους ἐπιχειρηματίες, χορηγίες κ’ ἐπιδοτήσεις γιὰ νέους καλλιτέχνες, ἐκπονοῦν σχέδια γιὰ νέους ἀνέργους καὶ ἄνεργους νέους (οὐ μὴν ἀλλὰ κι ἄεργους), φοιτητές, μαθητές, νήπια, μῶρα..- μονάχα προγράμματα γιὰ νέους ἐγκληματίες δὲν ἔχουν ἀκόμα βάλει μπρός! (Ἐπίκεινται μᾶλλον κι αὐτά.) Κι ὅλα τοῦτα, ὑποκρύπτουν πώς, γιὰ νὰ πάρῃ κάποιος ἕνα φράγκο, πρέπει πρῶτα νὰ προσκυνήσῃ! Λογικώτατο,.. καὶ πῶς ἀλλιῶς;, θ’ ἀναρωτιόταν ὁ ἀνυποψίαστος. Δέν μπορεῖ, βρὲ παιδί μου, νὰ σὲ πληρώνουνε καὶ νὰ κάνῃς τὰ δικά σου… Οὐδεμία ἀντίρρηση, γιατί… ὅποιος πληρώνεται, ὑποδουλώνεται. Ἀλλὰ νὰ μή βαφτίζεται ἡ δουλεία καὶ πνοὴ μέλλοντος, παράθυρο στὸν Κόσμο, εὐκαιρία γιὰ νεωτερισμούς, ἀειφόρος ἀνάπτυξη… Ὅταν, μάλιστα, τὰ χρήματα δίδονται καὶ μὲ κομματικά κριτήρια, δίχως ν’ ἀκολουθοῦν, ἔστω, μιὰν ὀρθολογικὴ τακτικὴ συντήρησης τοῦ παλαιοῦ.
Τ’ ἀποτελέσματα τῶν ἀνοίκιων πρακτικῶν: Τὰ παιδιὰ τῆς μήτρας μπαίνουνε, τεχνηέντως, στὸ σωλῆνα (καμπόσα χρόνια μετὰ τὴ γέννησή τους) καί, ὕστερα, βγαίνουνε «ἀναγεννημένα» καί «σωφρονισμένα» στὴν κοινωνία· δηλαδή, μ’ «ἀξίες σωστές», «ἰδανικὰ συμβατά», ἀρκετὰ πλατεῖς σβέρκους κ’ εὔκαμπτες σπονδυλικὲς στῆλες, ἰδίως, ὅταν πρέπει νὰ σκύψουν πρὸς τὰ μπρός… Μάλιστα, ἐλλείψει ὄντως νέων ἰδεῶν καὶ στάσεων ζωῆς, γιὰ νὰ καλυφθῇ ἡ ἀδηφάγος ἀπαίτηση κ’ ἡ μωροπεριέργεια τοῦ ὄχλου, ἀποκαθηλώνονται τὰ ἀληθῶς ἄξια τῆς Παράδοσης σὲ κάθ’ Ἐπιστήμη καὶ Τέχνη· τότ’ ἐφορμᾷ ἕνα κομπάζον σκουπιδαριὸ ἀτεχνίας κι ἄγνοιας, ποὺ φαντάζει μές στὴν τόση δυσωδία του «νέο»…
Ἡ καταστρατήγηση τῆς κοινῆς λογικῆς κι ὁ στιγνὸς βιασμὸς τῶν λέξεων ἐπιτυγχνάνουν τό «θαῦμα» τους καὶ δὲν ἀνοίγει ρουθούνι, ἐνῷ γενιὲς ὁλάκερες τυλίγονται σὲ μιὰ κόλλα χαρτὶ κι ἀφαιμάσσονται. Ἡ γεροντοκρατία ἔχει προστατεύσει γι’ ἄλλη μιὰ φορὰ τὰ συμφέροντά της.