Σὰ νὰ γλύστρησε κάτι ἀπόψε
στὴν ἄκρη τοῦ στίχου·
σὰ νὰ κύλησε κάτι ἀπόψε
στῆς νύχτας τὸ σκότος·
σὰ νὰ χάθηκε κάτι ἀπόψε
στὸ δάκρυ μου μέσα·
σὰ νὰ αἰσθάνθηκα κάτι ἀπόψε
στὸ κορμί μου ἀπάνω:
Ἤτανε ψῦχος μεγάλο
κ΄ ἡ ψυχή μου ταράχτηκε
μὲ τὸ κάτι — τὸ λίγο —
ποὺ μὲ γύρισε πάλι
στὰ πολλά τὰ δικά σου
καὶ μὲ κέρασε πάλι
τὰ φίλια σου φαντάσματα
τὴν ἡμέρα ποὺ ἔβρεχε
κ’ ἡ βροχὴ δὲ σταμάτησε
ἀπὸ τότε ποτέ.