Οἰδίπους ἐπὶ Κιθαιρώνι

Ἰὼ Κιθαιρών, τί μ’ ἐδέχου; Τί μ’ οὐ λαβὼν

ἔκτεινας εὐθύς, ὡς ἔδειξα μήποτε

ἐμαυτὸν ἀνθρώποισιν ἔνθεν ἦ γεγώς;

[Σοφοκλέους Οἰδίπους Τύραννος, Ἔξοδος, στ. 1391-3]

μτφ:

Ἆ, Κιθαιρώνα, γιατί μὲ δέχτηκες; Σὰ μ’ ἔδωσαν σ’ ἐσὲ

γιατί δὲ μὲ σκότωσες  ε ὐ θ ύ ς – ποτέ νὰ μὴν ἀποκαλύψω

τὴ γενιά μου ὁ  ἴ δ ι ο ς στοὺς ἀνθρώπους;..

Καταχείμωνο… Τὰ χιόνια ἔχουν κλείσει κάθε πέρασμα. Τὸ στενὸ μονοπάτι, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν κορφὴ τοῦ βουνοῦ, γλιστερὸ καὶ κακοτράχαλο. Ὅλες –γριές, νέες– μὲ δυσκολία ἀνηφορίζουν… Σκοτάδι… Κι ἂν ἔχῃ φεγγάρι, κρύβεται πίσω ἀπ’ τὰ σύννεφα ποὺ ρίχνουν τὸ πάλλευκο φορτίο τους. Ἀλλὰ τόχουνε βάλει σκοπό: Θὰ φτάσουν  ἐ κ ε ῖ,  ποὺ λυσομανᾶν οἱ ἀγέρηδες καὶ βάζουν τὸ χιόνι νὰ στροβιλίζεται καὶ νάρχεται ριπὲς στὰ πρόσωπά τους. Εἶναι Γενάρης-Φλεβάρης μήνας δικός μας – τὸ κρύο τρυπάει τὸ κόκκαλο καὶ τ’ ἀνοιχτὰ σανδάλια δὲν προστατεύουν ἀπ’ τὶς σκιστὲς πέτρες καὶ τὰ κρυοπαγήματα… Ἕνας δαίμονας, τὶς οἰστρηλατεῖ – μιὰ  μ α ν ί α.  Πρέπει νὰ προχωρήσουν, ν’ ἀνέβουν… Ὁ θεὸς τὶς περιμένει ἐκεῖ πάνω, γιὰ νὰ καθαρθοῦν ἀπὸ κάθε βάσανο τῆς σκληρῆς, φτωχικῆς ζωῆς τους, νὰ ξεφύγουν ἀπ’ τὴν ἀνδρικὴ τυραννία, νὰ συναντήσουν, λεύτερες, τὴ Φύση, ποὺ γεννάει καὶ γεννιέται μές ἀπ’ τὶς μῆτρες τους… Μὲ τὸ θύρσο στόνα χέρι χορεύουν καὶ τραγουδοῦν σὲ πεῖσμα τοῦ κρύου… Λές κι ὁ θεὸς τὶς βάζει σὲ δοκιμασία: «Πρῶτα θὰ νικήσετε τὶς κακουχίες κ’ ὕστερα θ’ ἀποκαλυφθῶ, λυτρωτικός, στὴν κορυφή!»

Κάπως ἔτσι θὰ νοιώθανε οἱ γυναῖκες τῆς Θήβας –οἱ Βάκχες–, σὰν ἀνέβαιναν κάθε δυὸ χρόνια τὸν Κιθαιρῶνα γιὰ νὰ λατρέψουν τὸ θεὸ τοῦ κρασιοῦ, τῆς μέθης καὶ τῆς ἔκστασης – τὸν ὀρειμανὴ Διόνυσο τῆς Σεμέλης, τὸ γιὸ τοῦ πατέρα Δία καὶ συντοπίτη τους… Στὸ δρόμο τους περνοῦσαν πρῶτα τὰ τείχη τῆς ἑπτάπυλης Θήβας, τὶς ἀγροικίες κι ἀκόμα ψηλότερα κάποια κακοφτειαγμένα χτίσματα – καλοκαιρινὰ καταλύματα γιὰ τὰ κοπάδια τῶν πλούσιων ἀριστοκρατῶν τῆς πόλης. Τώρα χειμάζουνε ἄδεια, παρατημένα… Περιμένουν ξανὰ τοὺς θερινοὺς μῆνες νὰ ζωντανέψουν.

Τὸ δροσερὸ ἀεράκι στὴ βουνοπλαγιά, σὰ φτάσῃ ὁ Ἁλωνάρης, σώζει τὰ αἰγοπρόβατα καὶ δὲ σκᾶνε ἀπ’ τὴ ζέστη. Ἀλλὰ ἡ πέτρα πυρώνει καὶ φτειάχνει τὸ πιὸ ἀδυσώπητο τοπίο: Τὸ καταμεσήμερο τῆς Μεσογείου, ὅπου οἱ μορφές, χαραγμένες ἀπόνα κατακαῖον φῶς, δὲν ἔχουν μέρος νὰ κρυφτοῦν – μαζὶ κ’ οἱ  σ υ ν ε ι δ ή σ ε ι ς.

Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,

σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια, []

Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.

Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.

[Ἀπ’ τὴ Ρωμιοσύνη, Ι τοῦ Γιάννη Ρίτσου (Αθήνα, χ.χ., σελ. 7)]

Σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ φτάνει ἕνα μικρὸ παιδάκι ἀπ’ τὴ Θήβα… Τὰ πόδια του τρυπημένα στοὺς ἀστράγαλους… Τὸ πρήξιμο, ὅσο κι ἂν μεγαλώσῃ, θὰ μείνῃ ἐκεῖ!  Ο ἰ δ ί π ο δ α  θὰ τονε ποῦνε. Σημαδεμένος θὰ ζήσῃ ὅ,τι τοῦ ἔχει τάξει ἡ βαρειά του μοῖρα κι ὁ ἄκαμπτος χαρακτῆρας του. Θὰ κάνῃ μεγάλα πράμματα: Θὰ λύσῃ τὸ γρῖφο τῆς Σφίγγας καὶ θὰ σώσῃ τὸ λαὸ τῆς πόλης του – δίχως νὰ ξέρῃ πὼς ἡ Θήβα τὸν ἔθρεψε…  Τ ύ ρ α ν ν ο  θὰ τὸν ὀνομάσουν, γιατὶ ἡ γενιά του –νομίζουν– δὲν κρατάῃ ἀπ’ τὶς μεγάλες οἰκογένειες – μὰ ποῦ νὰ γνωρίζουν πὼς εἶναι  β α σ ι λ ι ά ς!..  Σημαδεμένος ἐκεῖνος – σημαδεμένη, λειψὴ κ’ ἡ γνώση του… Ἕνα  λ ο γ ι κ ὸ  παντοδύναμο κ’ ἐξεταστικό, ποὺ θέλει νὰ φωτίσῃ ὥς τὰ τρίσβαθα τὴν ὕπαρξή του, ἀλλὰ μιὰ  μ ν ή μ η  θρυμματισμένη…

Ὁ σοφὸς Κιθαιρών –ὁ μυθικὸς βασιλιὰς τῶν Πλαταιῶν–, γιὰ νὰ πάρῃ τὴν ἐξουσία, θανάτωσε τὸν πατέρα του καὶ θέλησε νὰ γκρεμίσῃ ἀπὸ ψηλὰ τὸν ἀδερφό του Ἑλικῶνα… Οἱ θεοὶ τὸν τιμώρησαν καὶ τὸν μεταμόρφωσαν στὸ βουνό, ποὺ ἀπὸ τότε ἔγινε κατοικία τῶν χθόνιων Ἐρινύων – τῶν τιμωρῶν προολύμπιων θεοτήτων κάθε οἰκογενειακῆς ἀνομίας, ἀπ’ τὸν καιρὸ ποὺ δέσποζε ἡ μητριαρχία. Ἀλλὰ ποῦ νάξερε ὁ Οἰδίπους πὼς θὰ σκοτώσῃ τὸν ἴδιο του τὸν πατέρα καὶ θὰ κοιμηθῇ μὲ τὴ μητέρα του;.. Πῶς νὰ φανταζόταν ὅτι τὸ βουνὸ τῶν Ἐρινύων, ποὺ τὸν δέχτηκε σωτήρια, θὰ τὸν κατάτρεχε σ’ ὁλόκληρη τὴ ζωή του;.. Ὅτι κάθε χαρὰ καὶ μεγαλεῖο θὰ μεταστρέφονταν σὲ βαρὺ καημὸ κι ἀπόγνωση;.. Ὅτι θάτανε σημαδεμένος ἀνάμεσα σ’ ὅλους τοὺς θνητοὺς ἐπειδὴ  δ ὲ  γνώριζε τὸ παρελθόν του – αὐτὸς ποὺ ὅλα τὰ πέρναγε ἀπ’ τὸ κόσκινο τῆς συνείδησής του;..

Τώρα πιὰ γέρος, πένητας, τυφλὸς κι ἀλήτης, κάθε φορὰ ποὺ ὁ καιρὸς ἀλλάζει καὶ πονᾶνε τὰ σφυρὰ τῶν ποδιῶν του, θυμᾶται τὸ βουνὸ ποὺ τὸν ἔσωσε καὶ ρήμαξε τὴ γενιά του:

Πόσες γενιές, πόσοι λοιμοὶ χρειάστηκαν []

γιὰ νὰ κυοφορήσουν τὰ σημάδια μου,

νὰ κακοφορμίσουν οἱ πληγὲς στὰ πόδια μου –

τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου καὶ τοῦ τρόμου

μέσα στὴν καταχνιὰ τοῦ Κιθαιρώνα.[]

[Ἀπ’ τίς Γενεὲς τοῦ Τάσου Γαλάτη (Ὁ Σημειωμένος, τυπωθήτω, Ἀθήνα, 2005, σελ. 21)]

Στὰ στερνά του δὲν ἔχει πιὰ μονάχα τὸ λογικό του· ἡ ἐμπειρία μιᾶς τραγικῆς ζωῆς βαραίνει τὰ βήματά του, σὰν τὸν συνοδεύῃ ἡ πολυαγαπημένη κόρη κι ἀδερφή του Ἀντιγόνη… Εἶν’ ἕτοιμος νὰ πάῃ στὸν ἀττικὸ τόπο, ποὺ ξεκουράζονται οἱ Ἐρινύες – ἐνταγμένες πιὰ στὸ πάνθεον τῆς πόλης ὡς: Εὐμενίδες… Κ’ ἔτσι μὲ τὸ μπαστούνι του προχωρεῖ πρὸς τὸν ργτα Κολωνό, ὅπου τ’ ἀηδόνι μινύρεται κι ἀνθίζουν λογιῶν-λογιῶν ὡραῖα λουλούδια καὶ δέντρα. Σὰ φτάνῃ, βρίσκει ἐπιτέλους ἀναπαμὸ ἀπ’ τὰ βάσανά του καὶ γίνεται τὸ σκήνωμά του ἀσπίδα γιὰ τὴν Ἀθήνα τῶν Τεχνῶν καὶ τῆς Δημοκρατίας. Ὁ Θησέας –ὡς μόνος παραστάτης– γνωρίζει τί εἰπώθηκε ἐκεῖ, στὸ ἄβατο τῶν Ἐρινύων, ἀπ’ τοὺς θεούς…

Κι ὅμως, ἡ σπαραχτικὴ κραυγὴ τοῦ Οἰδίποδα τὴ στιγμὴ πούμαθε τὴ γενιά του, συνεχίζει ν’ ἀντηχῇ στὰ φαράγγια τοῦ Κιθαιρῶνα. Τὸ θρόισμα τῶν πεύκων σιγομουρμουρίζει τὴν  ὕ β ρ η  ποὺ τὸν κατατρέχει: ἡ μήτρα, ἀπ’ ὅπου βγῆκε στὸ φῶς τοῦ κόσμου, δέχτηκε καὶ τὸ  δ ι κ ό  τ ο υ  σπόρο. Ἡ ζωὴ πρέπει νὰ ἐπεκτείνεται, ὄχι νὰ γυρνάῃ στὴν πηγή της – νὰ κυλάῃ στὴ θάλασσα τῶν γενεῶν. Κανένα τάλαντο τῆς νόησης, ὅσο μεγάλο κι ὀξύ, δὲ μπορεῖ νὰ φωτίσῃ τὴν ἄβυσσο τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Τὸ Πνεῦμα κ’ ἡ Συμμετρία δὲ μποροῦν νὰ τιθασέψουν τὴν καταστροφή, τὸ χάος καὶ τὴν ἀπανθρωπία. Ὅλα τοῦτα τὰ ὁρμέμφυτα, κατὰ καιρούς, ἀναδύονται στὴν ἤρεμη ἐπιφάνεια τοῦ  μ έ τ ρ ο υ,  σηκώνοντας ἄγρια φουρτούνα… Τότε, σὰν ἕνα κορμί, ὁ κόσμος τοῦ ἀνθρώπου διπλώνεται, γυρίζοντας τὰ χέρια μές στὰ μάτια του!.. Οἱ χαίνουσες πληγὲς μεταλλάσσονται σ’ ἀνεξίτηλα σημάδια: ἡ  Ἱ σ τ ο ρ ί α  διχοτομεῖται. Μές ἀπ’ τὴν προαιώνια αἱμομιξία κυοφοροῦνται καινούργιες ἐποχές…

Ἐν κατηγορίαις: Ἀρχαῖο Δρᾶμα Θέατρο Κριτική Στοχασμοί
Ἀρέσκει μοι!     Κοινοποιήσατε
Προσωπικὸν ἱστολόγιον τοῦ Θεοδοσίου Ἀγγ. Παπαδημητροπούλου
© 2015-24 Θεοδόσιος Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος Ἐκδόσεις ΘΑΠ
-