Στὸν ᾍδη.
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Τελευταῖα, Σωκράτη, τοὺς βλέπω κατηφεῖς νὰ κατεβαίνουνε «στὰ μέρη μας»! Ὄχι ὅτι παλαιότερα, ἐμεῖς χοροπηδάγαμε ἀπ’ τὴ χαρά μας..- τώρα ὅμως…
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ναί, φίλε μου. Καὶ γιατί λές πὼς γίνεται αὐτό;
Σιωπή.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ἂς τὰ βάλουμε κάτω: Γιὰ νὰ εἰπωθῇ ἕνα ζῷο ἄλογο, δὲν πρέπει νἄχῃ τέσσερα ποδάρια, οὐρὰ καὶ χαίτη;
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Βέβαια.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Κι ἂν δέν ἔχῃ κάτι ἀπὸ τοῦτα καί, παρὰ ταῦτα, τὸ ποῦμε ἄλογο, δὲ θὰ συμφωνήσουμε κ’ οἱ δυό μας πὼς κάτι τοῦ λείπει;
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Ναί, ἀλλὰ ποῦ τὸ πᾶς;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Μή βιάζεσαι.
Παύση.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Μιὰ πολιτεία γιὰ νὰ λέγεται ἀνεπτυγμένη ἢ πὼς βρίσκεται σ’ ἀνάπτυξη, δὲν πρέπει νὰ παρουσιάζῃ κάποια γνωρίσματα -ὅποια κι ἂν εἶν’ αὐτά;
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Θέλει ἐρώτημα;..
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ἄν, τώρα, οἱ ποιότητες αὐτές — ὅποιες καὶ νἆναι — δέ διαγιγνώσκονται στὴν πολιτεία, ἐκείνη ἀναγκαῖα δὲν τελεῖ εἰς παρακμὴν ἤ, καθὼς τὸ συνηθίζουν πιὰ νὰ λέν, σὲ ὑπανάπτυξη;
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Σωκράτη, ταυτολογεῖς ἀσύστολα…
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Δέν πειράζει. Πολλές φορὲς ἂς ταυτολογοῦμε, γιὰ νὰ μή κενολογοῦμε. Συνεχίζω: Ἂν τώρα ἔνας πολίτης μιᾶς ὑπανάπτυκτης πολιτείας, ἔχει μάθει ἀπὸ μικρὸς νὰ θεωρῇ τὴν πολιτεία του σὲ ἀνάπτυξη, ὅταν κάποτε ἀντιληφθῇ πὼς ζοῦσε σ’ ἕνα ψέμα (ὅ,τι κι ἂν σημαίνῃ στὴν περίπτωσή του ἡ ἀλήθεια), δέ θὰ μελαγχολήσῃ βαθύτατα;
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Θὰ συντριβῇ.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ὁπότε ἄσε τί λέμ’ ἐμεῖς. Τί ἀκοῦς ἀπ’ τοὺς καινούργιους;: Ἡ κοινωνία τους παρουσιάζει σημεῖα ἀνάπτυξης;
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: Ἐδῶ, πολλές φορές, δέν παρουσίαζε ἠ δικιά μας, κ’ οἱ ἴδιοι ὑποστηρίζουν ὅτι ἤμασταν πολύ καλύτερα…
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Γι’ αὐτό τοὺς βλέπεις κατηφεῖς: Δέν εἶναι ὅσα ἔχασαν (ἔχουν ὑπάρξει καταστροφὲς καὶ καταστροφὲς χειρότερες)· ἀλλά, σὰν τὸν χρόνια κατατονικό, σηκώθηκαν μεμιᾶς ἀπ’ τὸ κρεβάτι κι ἀντίκρυσαν πὼς ἡ ὄντως ζωὴ δέν ἔχει σχέση μὲ τὰ ὄνειρα ποὺ βλέπαν μές στὸ λήθαργο. Ἡ θλίψη τους οὔτε μὲ τὸ θάνατο δέ γιατρεύτηκε: Κατάλαβαν (ἢ ἄρχισαν νὰ ὑποψιάζωνται) πὼς ὅσα κρῖναν γιὰ ζωὴ ἀνθοῦσα χρόνους τώρα, ἦταν μιὰ πορεία χθαμαλή πρὸς τὸ θάνατο.