Πρώτη μέριμνα γιὰ ὅποιον προσεγγίζει τὰ φαινόμενα, δέν ἀποδέχεται θέσφατα καὶ δέν ἐπαναπαύεται σ’ ἐπερχόμενους «παραδείσους», εἶναι νὰ διαπιστώσῃ τὸν ὁρίζοντα ἐφαρμογῆς κάθ’ ἔννοιας. Οἱ λέξεις καὶ τὰ νοήματα, ποὺ σημαίνουν αὐτές, ὀφείλουν, ἀνάλογα μὲ τὸ σκοπούμενο καὶ τὸ εὖρος τῆς ἑκάστοτε προσπάθειας, ν’ ἀκολουθοῦνται ἀπό ΄ναν ὁρισμὸ πρακτικὸ κ’ εὐκίνητο· παράλληλα μὲ τὴν πρακτικὴ ἐνασχόληση καὶ τὴ δημιουργία, ἕνας συνεχὴς ἀναστοχασμὸς πρέπει νὰ στέκῃ ἐξεταστικὰ ἐπὶ τῶν θεμελίων τῆς σκέψης. Γιατὶ ἐκεῖ κρύβεται πάντα ὁ διάολος ποὺ κάνει τὴ συνείδηση νὰ ξεστρατίζῃ…
Μόνον ἔτσι, ὅταν ἀναφερόμαστε σ’ ἕν’ ἀντικείμενο καὶ χρησιμοποιοῦμε τὸ οἰκεῖο λεξιλόγιο καὶ τὴν ἀντίστοιχη ὁρολογία (ὅ,τι, δηλαδή, ἀναπτύχθηκε σὺν τῷ χρόνῳ πρὸς πλήρωσιν συγκεκριμένων ἀναγκῶν), δέν παγιδευόμαστε ἐντός τους. Καὶ τὰ δυὸ εἶναι ὄργανα γιὰ τὴ βαθύτερη ἐννόηση, προφανῶς, ὄχι μόνο τοῦ στενοῦ τούτου ἀντικειμένου – δὲ βρίσκονται κι ἀναπνέουν μονάχα ἐντός του, ἡ ζωὴ κ’ ἡ οὐσία της. Μιὰ ἀθωότητα κι ἁπλότητα προϋποτίθεται τῆς σοφίας. Ἀναγκαία συνθήκη τῆς ἐλευθερωτικῆς κίνησης, τῆς ἀβίαστης συνάντησης μ’ ὅσα ὁρίζουν τὴν Ὕπαρξη πέρ’ ἀπ’ τὰ σχήματα τῆς σκέψης καί, ἀκόμα χειρότερα, τῆς ἐποχῆς, εἶναι μιὰ στοιχειώδης ἀπεμπλοκὴ ἀπ’ τὸ περιωρισμένο τῆς ἀνθρώπινης ἐργασίας καὶ δημιουργίας – κεῖνο τὸ τόσο ἀγαπημένο κι ἀναζωογονητικό…
Ἡ ἴδια ἡ λέξη – ὁρισμός: πρόκειται γιὰ λόγο ποὺ ὁριοθετεῖ, περιορίζει καὶ περιχαρακώνει κάτι, ὥστε ὁ νοῦς ν’ ἀποφύγῃ τὸν γκρεμὸ τοῦ ἄμορφου καὶ τοῦ ἄδομου. Κ’ εἶναι λειτουργία ἐπίπονη ποὺ δέν τελειώνει μὲ μιὰ μονοκοντυλιά· συνεχῶς, ὁ ἑξῆς ἕ ν α ς ὁρισμὸς μπορεῖ νὰ βελτιώνεται, νὰ ἐπεκτείνεται ἢ νὰ περιορίζεται κατὰ τὴν ἀδήριτη ἀνάγκη τοῦ πράγματος ποὺ τὸν ὑπερβαίνει κ’ εἰσάγει τὸ νοῦ σ’ αὐτὴ τὴ διαλεκτική κίνηση χορογραφῶντας τον, γιὰ νὰ τὸν συρρυθμίσῃ μὲ τὸν Κόσμο.
Ἡ ἄσκηση αὐτὴ φαντάζει στενή, τυπικὴ καί «παιγνίδι μὲ τὶς λέξεις καὶ τὸ συντακτικό». Στὴν πραγματικότητα, ὁ ὁρισμὸς ἐμπεριέχει τὴν ἀνέλιξη τῆς συνόλης θεωρίας καὶ σκέψης καὶ βοηθάει στὰ πλέον πρακτικὰ σώζοντας ἀπὸ κακοτοπιὲς· καθιστᾷ ἀκόμα καὶ βαθύτατους ψυχολογικοὺς παράγοντες ἀντιληπτοὺς ὡς τέτοιους.
Γιὰ παράδειγμα, ὑπάρχουν χιλιάδες ἐπίθετα ποὺ χαρακτηρίζουν ἕνα πρόσωπο: γενναῖος, περήφανος, κακός, θυμωμένος, νηφάλιος, εὐφυής… Ὅλ’ αὐτὰ καταδεικνύουν μία τάση τοῦ προσώπου —τοῦ ἑνός—, ὅπου κ’ ἐπιδέχονται σαφῆ ἑρμηνεία – ὁρίζονται καλῶς, ὅπως λέγεται. Τὰ προβλήματα ξεκινᾶνε, ὅταν πάῃ κάποιος νὰ ἐφαρμόσῃ τοὺς παραπάνω χαρακτηρισμοὺς σὲ σύνολα. Τ ό τ ε ξεκινᾶνε ἀντιστόρητες κι ἀνιστορικὲς γενικεύσεις ποὺ γίνονται «βούτυρο στὸ ψωμί» τῆς προπαγάνδας ἑνὸς κατεστημένου. Τ ό τ ε ἀρχίζουν οἱ διχοτομήσεις, οἱ διακρίσεις ἐπὶ τῆς ἀρχῆς κι ὄχι ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος. Τ ό τ ε βοᾷ τὸ βάρβαρο: Ὅποιος δέν εἶναι μαζί μας, εἶν’ ἐναντίον μας…
Ἄλλο παράδειγμα, ἡ θρησκευτικὴ πίστη τοῦ καθενός – ἕνας βαθύτατος ψυχολογικὸς παράγων. Ἐγώ, ποὺ γράφω τώρα, δέ θεωρῶ τὴν πίστη θεμέλιο τῆς δικιᾶς μου ἀνάπτυξης. Ὅμως, κατὰ κύριο λόγο βλέπω πιστούς γύρω μου – ἀνθρώπους, ἀφ’ ἑνός, ποὺ δηλώνουν συνειδητά τὰ ἐξωλογικὰ κ’ ὑπέρλογα πρωτεῖα μιᾶς ὀντότητας, κι ἄλλους, ἀφ’ ἑτέρου, ποὺ παραμένουν προσδεδεμένοι σὲ πίστη ἀνομολόγητη, νομίζοντας κιόλας πὼς ἔχουν χειραφετηθῆ ἀπὸ τέτοια «πρωτόγονα ὁρμέμφυτα»… Ἂν ἀρχίσουν νὰ ἐφαρμόζωνται ὅροι ἀντικειμενικότητας κι ἀπτῆς πραγματικότητας σὲ μιὰ τέτοια πίστη (ποὺ πολλές φορὲς εἶναι καὶ πολιτική, παραμένοντας ὅμως θρησκευτικὴ στὶς περισσότερες ἐκδηλώσεις της), τὸ πιστευτὸ ἀνάγεται σὲ φυσικὸ νόμο ἐν μέσῳ πιστῶν κι ἀπίστων κι ἀπαιτεῖ λυτρωτικὰ τὸ αἷμα τῶν δεύτερων – ξεμύτισε τὸ δόλιο ἑρπετὸ τοῦ φανατισμοῦ!
Μία γνώση καὶ βαθειὰ συνείδηση τοῦ ὁρίζοντα ἐφαρμογῆς τῶν ἐννοιῶν, θάχε γλυτώσει τοῦτο τὸ μάταιο κόσμο ἀπὸ ἀρκετοὺς πολέμους καὶ σφαγές – τοὐλάχιστον σὲ κεῖνες τὶς περιπτώσεις, ὅπου κάποια διεκδίκηση οἰκονομικῆς ἢ ἐδαφικῆς φύσης, μεταμφιέζεται ἀπ’ τὶς ἑμπλεκόμενες ἐξουσίες σὲ θρησκευτικὴ διαμάχη γιὰ προφανεῖς λόγους…
Αὐτὴ ἡ γνώση θεωρεῖται ἀπ’ ὡρισμένους ὡς πολύ «ραφιναρισμένη» καὶ δύσκολώτατη νὰ διδαχθῇ συστηματικὰ σὲ μεγάλες μᾶζες – νὰ γίνῃ προσπάθεια ἐμπέδωσης σ’ ἕνα σύστημα ἐκπαιδευτικό. Προφανῶς, οἱ ὡς ἄνω σκεπτόμενοι εἶν’ ἀκριβῶς οἱ τάξεις παραγωγῆς φανατικῶν κι ἀστόχαστων στρατῶν ποὺ συρρέουν ἱκετεύοντας τὴ βοήθεια τρίτων, καθώς, μόνοι, ἀδυνατοῦν νὰ ἐξυπηρετήσουν τὴ λειψή τους παρουσία ἐν Κόσμῳ ἔτσι ποὺ τοὺς καταντήσανε. Βεβαίως, κ’ οἱ ἴδιοι συνεχίζουν τὸ μακάριο ὕπνο στὴν εὐκολία τῆς ἄγνοιάς τους. Ὅμως, ὅταν ἕνα παιδὶ καταλάβῃ ὄντως, γιατὶ οἱ ἐπὶ τῆς βάσεως γωνίες ἑνὸς ἰσοσκελοῦς τριγώνου εἶν’ ἴσες, μιὰ ἐλπίδα οὐσιαστικὴ χαράζει στὸν Κόσμο. Σὰν ὁ μαθητὴς νοήσῃ τί λένε οἱ Ἀθηναῖοι στοὺς Μηλίους, ὅπως τὸ παραδίδει ὁ Θουκυδίδης, ἤδη ὡς π ο λ ί τ η ς κρίνει – συνείδηση ἑδραία ποὺ ἐλέγχει τὴν κάθ’ ἐξουσία. Ἅμα ἕνας ἐπίδοξος ἠθοποιὸς ἀντιληφθῇ μές στὴ δραματικὴ σχολὴ πὼς ὁ Μπέκετ κλιμακώνει τό: Περιμένοντας τὸν Γκοντό, γνήσιο παράδειγμα καινούργιας δραματουργίας, χρησιμοποιῶντας μὲ συγκεκριμένο τρόπο πανάρχαιες τεχνικές, πολλοί θεατὲς θὰ παιδευτοῦν ἀργότερα σὲ μιὰν ὀξυδερκέστερη παρατήρηση τῆς Πραγματικότητας καὶ δέ θὰ χάνονται μές στὰ τερτίπια τῆς μόδας καὶ τῶν αἰσθητικῶν προκαταλήψεων ποὺ προωθοῦν λειψά κ’ ἀνερμάτιστα πρότυπα βίου.
Ὅπως λέει ἡ λαϊκὴ ρήση, πρέπει νὰ βουτᾶμε τὴ γλῶσσα στὸ μυαλό μας, προτοῦ μιλήσουμε· μὰ δέν ἐννοεῖ μονάχα κατὰ πόσον ὀφείλουμε ν’ ἀνοίξουμε τὸ στόμα, ἀλλὰ κι ὅταν τόχουμε πιά κάνει, ποιές λέξεις θ’ ἀρθρώσουμε καὶ πόσο συνειδητά θὰ τὶς ἔχουμε διαλέξει – νά ἡ πρωτογενὴς λειτουργία ποὺ ὁδηγεῖ, σ’ ἕνα ὑψηλότερο ἐπίπεδο, στὸν ὁρισμό.
Δυστυχῶς, ὑπάρχουν κι ἀναπότρεπτες καταστάσεις. Ἔρχονται καιροὶ ὁπότε ἡ λογικὴ ἁρματωσιὰ κ’ ἡ κριτικὴ αὐτοσυγκράτηση τοῦ πνεύματος δέν ἀρκοῦν. Παραταῦτα, ἂν σβήσῃ κι αὐτό τό «κεράκι» σωφροσύνης, οἱ ἐλπίδες γι’ ἀνάκαμψη, γιὰ εἰρήνη ξανά, μειώνονται τραγικώτατα…
Πάντα, ὅμως, ἀπὸ κάπου πρέπει νὰ γίνῃ ἀρχή…