[Ἀπ’ τὴν κωμικοτραγῳδία Ἀμφιτρύων (Ἐκδόσεις τῶν Διορθώσεων, Ἀθήνα, 2015, σελ. 19)]
ΧΟΡΟΣ:
Δία, προστάτη κάθε κράτους,
τάξης καὶ συνετῆς κυβέρνησης!
Δία, ποὺ κυκλώνουνε φωνές, παράπονα
συνέχεια τὸ χρυσοποίκιλτό σου θρόνο
ἔτσι ποὺ στέκει ὄμορφος ψηλά
πάνω ἀπ’ τὴν ἀνομία.
Κεραυνοβόλε, πότ’ ἀκοῦς ἐσὺ
τὰ βάσανα τῆς Γῆς καὶ πόσο τὰ ζυγιάζεις;
Οἱ σκέψεις σου —ἄγνωστες, κρυφές—
σὲ διώχνουν ἀπ’ τὸν Κόσμο –
μοῦ κλέβουν κάθε πίστη:
Δίχως ἐλπίδα,
καὶ δίχως εὐτυχία,
θωρῶ τὴν ἐπικράτειά σου…
Τὸν ἄπειρο οὐρανὸ
διασχίζουν ἀνεμπόδιστα
οἱ ἄσπροι καβαλάρηδες,
κ’ ἐκεῖνος μαυρογάλανος
μές στὴν ψυχή μου φέγγει.
Μ’ ὅποιο ὄνομα κι ἂν σὲ καλέσω,
ἀπάντᾳ: Τάχ’ ἀ κ ο ῦ ς τοὺς δίκαιους
ὅταν ξεθεωμένοι σὲ φωνάζουν;
Ἀφουγκράζεσαι γιὰ μιά στιγμὴ
στὴν αἰώνια ζωή σου,
στὴν ἀκατάλυτη ἐξουσία σου,
τὴν ἐπανάσταση
τῆς ἁλμυρῆς λαλιᾶς μου;..