Δέν πεθύμησα, σὰν πρὶν ἀπὸ μένα ἑκατοντάδες,
φήμη γι’ ἀρετὴ καὶ μεγαλοψυχία –
οὔτε θαυμασμό· πολλοί μοιράζονται
τὴ δόξα τούτη… Κι ἄλλοι περισσότεροι,
ὡσότου ὁ Κόσμος σβήσῃ! Ὄχι! Αἷμα – τρόμο! –
θέλησα κληρονομιὰ ν’ ἀφήσω!
Ἄλαλοι νὰ μὲ τρέμουνε… ὡσὰν μετέωρο
πούρχεται-φεύγει κ’ αἴνιγμα ἀπομένει...
Ἑρρίκου Ἴψεν Κατιλίνας, πράξη τρίτη, σκηνὴ πέμπτη,
ἀπὸ τὴν καινούργια ἔκδοση στὶς Διορθώσεις.
Τὸν ἐκπεσόντα ἄξιο θὰ τὸν τιμήσουνε, ἀκριβῶς γιατὶ ἐ ξ έ π ε σ ε κ’ ἔδωσε ἄλλοθι στὴ δικιά τους πτώση -τὴ συνεχῆ κι ἀσταμάτητη, μὲ τὴν ἰλλιγιώδη ταχύτητα. Ἄν, μάλιστα, πέσῃ νὰ πεθάνῃ καί… π ε θ ά ν ῃ,.. ἔ, τότε… θὰ τὸν ὑ π ε ρ τιμήσουνε κιόλας: «Κ’ ἐσύ, φίλτατε, στὴν παρέα μας;..», θὰ φωνάζουνε χαρά γεμᾶτοι..- οἱ ἄθλιοι νεκροζώντανοι!