Ὅταν τὸ σῆμα τοῦ τρόμου μεμιᾶς δὲν ἀνέγνωσα σκέττο,
τότε κατάλαβα κ’ εἶχε περάσει πιὰ ἡ πρώτη μου νιότη.
Ὅταν δυσφόρησα — σφίχτηκαν κάτω τὰ σπλάχνα μου κόμπος –,
τότε συνέλαβα κι ἄρχισε ἡ πτώση τοῦ νοῦ καὶ κορμιοῦ μου.
Τί ‘ναι τὸ γῆρας ἀλήθεια καὶ πῶς τὴ συνείδηση κάμπτει:
σὰν ἀποστρέφω τὸ βλέμμα ἀπὸ τὴ σκληράδα τοῦ Κόσμου·
ὅταν γυρίζω καὶ ψάχνω νὰ βρῶ παρηγόρια ἀπ’ τὸ πρᾶγμα
(τοῦτο ποτέ του χαρίσματα τέτοια δὲ στέργει τοῦ ἀνθρώπου)·
ὅταν νομίζω πὼς πρᾶγμα καὶ πόθος γινῆκαν ἑνότης
(φάσματα-ἀπάτες ποὺ δένουν τὸ νοῦ καὶ σκοτώνουν τὸ σῶμα).
Νά ὁμως ὁ δρόμος τῆς ζήσης: νὰ αἰσθάνωμαι πλήρης στὸ ρεῦμα
ὅπως ἐκεῖνο πληγώνει, ματώνει, σκοτώνει καὶ σβήνει·
πλοῖο νὰ πλέω στὸ κῦμα μὲ τὸ ἕρμα τῆς σκέψης μου μόνο!
Πότε νὰ πέρασε ἡ πρώτη μου νιότη...
Ἐν κατηγορίαις: Ποιήματα
Ἀρέσκει μοι! Κοινοποιήσατε