Σὰν πρωτοφτάνῃς, εἶν’ ἕνα πανέμορφο, παρθένο λιβάδι: μὲ τ’ ἀγριολούλουδα, τὶς πεταλοῦδες, κάμποσα ψηλά δέντρα π’ ἀπ’ τὰ κλαδιά τους βλέπεις τὶς ὀροσειρὲς στὸν ὁρίζοντα· στὸ ψηλότερο σημεῖο διακρίνεις τὴ θάλασσα ν’ ἁπλώνεται κάτω μακριά.
Στήνεις τὸ σπιτικό σου. Οἱ μέρες, οἱ μῆνες,.. οἱ ἐποχὲς κυλᾶνε… Μές στὴν ἡδονὴ τῆς θέας δέν καταλαβαίνεις τὰ σπίτια τῶν μυστήριων γειτόνων π’ ἀρχίζουν καὶ χτίζοντ’ ὁλόγυρα, τὰ μεγάλα κτήρια, τὶς ἐκχερσώσεις ποὺ κάνουν ἄλλοι παρείσακτοι ἐργολάβοι δεινῶν!
Δέ βλέπεις τοὺς πύργους, τὰ τείχη καὶ τὶς τάφρους ἀπὸ πλάνες ποὺ ἐμφανίζονται στ’ ἄλλοτε ἀπέραντο, γαλήνιο κ’ εἰλικρινές τοπίο.
Ὥσπου ἔρχεται ἡ ὥρα, κ’ εἶσαι πιά ἀποκλεισμένος -ἔξω ἀπ’ τὴ μεγάλη πόλη τοῦ ψεύδους· ἐκείνη ποὺ στήθηκε πέρ’ ἀπ’ τὴν ἀντίληψή σου. Τότε, κάθε προσπάθεια, γιὰ νὰ μπῇς καὶ νὰ συνομιλήσῃς μὲ τὸ πανάρχαιο χῶμα — τὸ κρυμμένο κάτω ἀπὸ τόνους οἰκοδομικῶν ὑλικῶν — φαντάζει κ’ εἶναι πιὰ μάταιη…
Ὅμως, ἀκόμα καὶ μιὰ βασιλεύουσα ἔχει τὴν κερκόπορτά της κι ἀπὸ κεῖ περνᾶν ἐχθροί -περνᾶν ὅμως καὶ φίλοι.