Ὡς ἀπέσπασε τὶς χρυσὲς τῶν ἱματίων
τὶς πόρπες ἀπὸ αὐτήν, καθὼς τὴν ἐκαλύπταν,
σηκώνοντας ἐχτύπησε στὰ μάτια μέσα,
φωνάζοντας τὰ ἑξῆς: νὰ μή ἐβλεπαν ἐκεῖνον
οὔτε ὅσα ποὺ ἐπάθαινε οὔτε ὅσα κακὰ πραχθέντα,
ἀλλὰ στὸ σκότος πλέον ὅποιους ἄπρεπο νὰ βλέπῃ
νὰ ἰδοῦν, καὶ ὅποιους νὰ μάθῃ ἐπόθει νὰ μὴ ξέρουν.
ἀποcπάcαc γὰρ εἱμάτων χρυcηλάτουc
περόναc ἀπ᾽ αὐτῆc, αἷcιν ἐξεcτέλλετο,
ἄραc ἔπαιcεν ἄρθρα τῶν αὑτοῦ κύκλων,
αὐδῶν τοιαῦθ᾽, ὁθούνεκ᾽ οὐκ ὄψοιντό νιν
οὔθ᾽ οἷ᾽ ἔπαcχεν οὔθ᾽ ὁποῖ᾽ ἔδρα κακά,
ἀλλ᾽ ἐν cκότωι τὸ λοιπὸν οὓc μὲν οὐκ ἔδει
ὀψοίαθ᾽, οὓc δ᾽ ἔχρηιζεν οὐ γνωcοίατο.