Ἀνθολόγηση, μετάφραση, σύνθεση καὶ συμπλήρωση
τῶν σοφόκλειων ἀποσπασμάτων:
[Τὰ στοιχειοθετημένα μὲ πλάγιους χαρακτῆρες εἶναι μετάφραση τῶν ἀποσπασμάτων ποὺ ἐλήφθησαν ἀπ’ τὴν ἔκδοση: Sophocles, Fragments, edited and translated by Hugh Lloyd-Jones, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts-London, England, 2003· στὴν ἐκεῖ ἀρίθμηση ἀναφέρονται οἱ ἐντὸς παρενθέσεως σημάνσεις.]
Ἐλευθερία, χαρούμενο παιδὶ τοῦ Δία (927b)
ποὺ δίνεις φτερά, λαλιὰ καὶ δύναμη
ἡ γλῶσσα τῶν πιστῶν νὰ ξεχυθῇ. (927a)
Τὸ σῶμα δοῦλος – ἀδέσμευτος ὁ νοῦς· (940)
γιὰ τὸ φόβο τὸ θάρρος, μέγιστος μοχλός. (760)
Κι ἂν ὅσα νομίζουν οἱ πολλοί, πλακώνουν τὴν ἀλήθεια, (86)
ὁ πανθορῶν καὶ παντακούων χρόνος ξεδιαλύνει κάθετί – (301)
τὰ ξεσκεπάζει καὶ στὸ φῶς τὰ φέρνει. (918)
Κανένα ψέμα δὲ σέρνεται γιὰ πολύ – (62)
δὲ φέρνουνε καρπό, οἱ λόγ’ οἱ κάλπικοι… (834)
Γι’ αὐτὸ μὴν κρύβῃς τίποτα!.. (301)
Τὰ πάντα σ’ ἵστους ἀράχνης εἶν’ πλεγμένα – (286)
δὲν εἴμαστε παρὰ βάρος περίσιο γιὰ τὴ γῆ. (945)
Θεσμός, οἱ θ ε ο ὶ νὰ ζοῦνε δίχως βάσανα,.. (946)
γιατὶ ὁ ἄνθρωπος εἰναι μονάχ’ ἀνάσα καὶ σκιά, (13)
κ’ ἡ ζωὴ τὸ τρόπαιο τὸ γλυκύτερο·
κανείς δὲν ἔχει δυὸ θανάτους… (67)
κ’ εὐτυχισμένον σ’ ὅλα, μέσα στοὺς βροτούς,
δὲ θ’ ἀντικρύσῃς (681) κι ὅποιος
στὴ γῆ κρυφτεῖ θνητός, ἐκεῖ θὰ μείνῃ πάντα. (572)
Στὸν ἄνθρωπο κληρώθηκε μονάχα πόνος·
ὅμως χρεία νὰ κουβαλήσῃ,
ὅσο γίνετ’ ἐλαφρύτερα,
τοῦ βίου τ’ ἀναγκαῖα. (946)
Τὰ πολλά δεινὰ ποὺ μέσα στὰ ὄνειρα τῆς Νύχτας
ἀνάσα παίρνουν, μαλακώνουνε τὴ μέρα. (65)
Προσεύχομαι στὴ σκοτεινή τὴ Νύχτα· (433)
κραυγή βγάζω ἐκκωφαντική:
«Δαίμονες, δαίμονες κακοί, καταστροφή μου!.. (210 στ. 36)
Βαριά, βαριά ζωή μαζί σας! (753)
Ἐσᾶς, τὰ μεγάλα νίκησα, ἂν καὶ μικρός! (41)
Σᾶς ἀποτέλειωσα καθὼς οὐρλιάζατε σὰ σκύλοι… (722)
Τραβᾶτε ποὺ τὸν ὕπνο μου χαλᾶτε!» (201g)
Ἄχ, γιὰ ὅποιον φοβᾶται, ὅλα κάνουν θόρυβο! (61)
Σὲ κάθε λιθάρι καιροφυλακτεῖ σκορπιὸς (37)
καὶ μὲ κρότο ἀναγγέλλετ’ ἡ φωτιά!.. (539)
Ὁ οὐρανὸς ἀστράφτει
κ’ ἡ βροντὴ ραγίζει τὸ στερέωμα. (578)
Σὰν τὰ φῦλλα τῆς ψηλῆς τῆς λεύκας,
πού, κι ἂν τίποτ’ ἄλλο δὲν κουνιέται, κείνης ἡ κορφὴ
σιέται ἀπὸ τὴν αὔρα, ἴδια καὶ τὸ πούπουλο πετᾷ..- (23)
ἴδια κ’ ἡ ψυχή μου ἀναρριγᾷ!
Ὦ φῶς τοῦ ἥλιο ποθητό,
χαρά τωρα ποὺ σ’ ἔχω!.. (389a)
Τῆς Δίκης τὸ χρυσὸ τὸ μάτι β λ έ π ε ι
καὶ τὸν ἄδικον ἀμείβει… (12)
Αὐτά νὰ ξέρῃς – γιὰ χάρη σου κι ὄχι μὲ βία
τὰ λέω: Ἐσύ, σὰν τοὺς σοφούς, τὰ μὲν
παίνεψε δίκαια – στὸ δὲ κέρδος ἔχε τὸ νοῦ σου. (28)
Ἀκόμα κ’ οἱ ψεύτες τύραννοι, γίνονται
πλάι στοὺς σοφοὺς σοφοί. (14)
Μακάρι νὰ φρονημέψῃς –
νὰ σὲ δῶ τοῦ νοῦ ναχῃς τὸν ἔλεγχο. (108)
Τοῦ μελίρρυτου ἡ γλῶσσα (155) καὶ τὰ μάτια
ποὺ λόγχες ἐκτοξεύουν, (157)
σὲ πᾶνε πέρ’ ἀπ’ τοῦ ᾍδη τὴ στενωπὸ
καὶ τὴν παλίρροια τοῦ Κόσμου, (832)
σοῦ φέρνουν κατακτήσεις βέβαιες –
καρποὺς τῆς ἀρετῆς μονάχα! (201d)
Κι ἂς κλαῖνε μωρολογῶντας:
«Ἀπ’ τοὺς πολλούς τοὺς φαύλους
χάνοντ’ οἱ σοφοί…» (921)
Χά! Ἂν ἤτανε τὰ κλάματα κακά νὰ θεραπεύουν,
καὶ τὰ πικρά τὰ δάκρυα νεκρούς νὰ ἀνασταίνουν,
τότ’ ὁ χρυσός, φτηνότερος ἀπὸ τὸ μαῦρο κλᾶμα. (557)
Πάντα νὰ λές περήφανα:
«Ὅσα διδάσκονται, μαθαίνω, ὅσα βρίσκονται, ζητῶ. (843)
Ἑλκύω —λυδία λίθος!— ἀπὸ μακριά τὸ σίδερο. (800)
Ἐγώ, π ι κ ρ ὴ χολὴ μὲ φάρμακα πικρά γιατρεύω!» (854)