Σπορέας καὶ θεριστής

Ἔρριξα σπόρους στὴν ἀφιλόξενη γῆ: ἀνάμεσα σὲ πετρωμένες καρδιὲς καὶ χέρια ἀγκάθινα. Μὲ κατέκαψε ὁ ἥλιος, ὁ ἴδιος πούδωσε δύναμη στὰ λίγα καὶ βλαστήσανε καὶ καρπίσανε. Λίγα, γιατὶ ὥς καὶ τὰ ὄρνια παρατήσανε τὰ πτώματα κ’ ἤρθανε νὰ φᾶν τοὺς σπόρους! Ἔτσι κάνουνε πάντα: Καὶ τὰ σαρκοβόρα ἀκόμα βουτᾶνε ἀποψηλὰ στὸ χλωρὸ χορτάρι νὰ μὴ μείνῃ τίποτα, νὰ ψοφήσῃ ἡ πλάση, νάχουνε νὰ τρῶνε κατόπιν ἀπὸ νεκρὰ κορμιά… Σὰν τέλειωσε ὁ καιρὸς τῆς σπορᾶς, ἔφτασε αὐτὸς τοῦ θερισμοῦ. Τὸ δρεπάνι δούλευε καί, πλάι στὰ σπαρτά, ἔκοβε καὶ σβέρκους: Μέσα εἴχανε κρυφτῆ τὰ ὄρνεα νὰ κλέψουνε κι ἀπὸ τὸν ὕστατο καρπό -εἴχανε καλομάθει, βλέπεις… Χοροπηδοῦσαν στὸ χωράφι κι ἁρπάζανε· ποῦ νὰ φανταστοῦνε πὼς τὸ κεφάλι θάπεφτε ἀπ’ ὅποιον τοὺς εἶχε χοντρύνει στὴν ἀρχὴ μ’ ὅσα εἶχε κεῖνος σπείρει!

Ἐν κατηγορίαις: Πεζά Στοχασμοί
Ἀρέσκει μοι!     Κοινοποιήσατε
Προσωπικὸν ἱστολόγιον τοῦ Θεοδοσίου Ἀγγ. Παπαδημητροπούλου
© 2015-25 Θεοδόσιος Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος Ἐκδόσεις ΘΑΠ
-