Ἄν, ὕστερ’ ἀπ’ τὸ θάνατο,
κινοῦσαν οἱ ψυχὲς
στὸν ᾍδη νὰ κατέβουν,
μονάχα γέλια θάβλεπες
στὰ πρόσωπά τους πάνω·
τραγούδια θ’ ἄκουγες γλυκά
κι ὅλο καλές κουβέντες.
Θάχαν, τὴν ὕστατη στιγμή,
βαθειά τους ἐννοήσει
πὼς ἄλλα θέλει ἡ ζωή…
Μόνο ποὺ τώρα… τ έ λ ε ψ ε
καὶ ξέμειναν τὰ γέλια
νὰ δίνουν στὰ φαντάσματα
μιὰν ὑποψία μορφῆς,
γιὰ νὰ τὰ ξεχωρίζῃς…