Στοιχεῖα Ἱστορικῆς Ὀρθογραφίας

Ὁρισμός

(Πλήρης) Ἱστορικὴ Ὀρθογραφία μιᾶς γλώσσας ὀνομάζεται ἡ ὅσον τὸ δυνατὸν ἀκριβεστέρα γραπτὴ ἀποτύπωσή της στὴ διαχρονική της ἐξέλιξη, μὲ κατ’ ἐξοχὴν αἰτούμενο τὴν διαπίστωση τοῦ ἐτύμου, βάσει τῶν πορισμάτων τῆς εἰδικῆς γλωσσικῆς ἐπιστήμης καὶ λαμβάνουσα ὑπ’ ὄψιν συνδυαστικῶς καὶ ἐν ἀρμονίᾳ τὴν φωνολογική, μορφολογικήσυντακτική της ἀνάλυση (ὅπως καὶ μετρική), τὰ ἀποκατεστημένα κείμενα τῆς Γραμματείας της, καθὼς τὰ παραδίδει ἡ Φιλολογικὴ Ἔρευνα καὶ Κριτική, τὰ δεδομένα ποὺ παρέχει ἡ Ἀρχαιολογικὴ Ἐπιστήμη καὶ ἡ Γλωσσολογία καί, ἰδίως, ὁ Ἱστορικοσυγκριτικός της κλάδος, καθὼς καὶ ὄποιο ἄλλο κρίσιμο γλωσσικό, ἱστορικὸ καὶ τεχνολογικὸ στοιχεῖο ἐμφανισθῇ καὶ διασταυρωθῇ ἐπιστημονικῶς· συνοπτικῶς:

Ἱστορικὴ Ὀρθογραφία εἶναι ἡ ἐφαρμογὴ τῆς Ἱστορικῆς Γραμματικῆς μιᾶς γλώσσας, κατὰ τὴν γραπτή της ἀποτύπωση.

Σημαντικὲς ἐξειδικεύσεις τοῦ ὁρισμοῦ στὴν Ἱστορικὴ Ὀρθογραφία τῆς Ἑλληνικῆς καὶ κάποιες στοιχειοθετικὲς ἐξαπλουστεύσεις

(α΄) Ἐφ’ ὅσον ἡ Ἔρευνα προχωρεῖ κ’ ἐμπλουτίζεται, ἡ Ἱστορικὴ Ὀρθογραφία εὑρίσκεται συνεχῶς σὲ καθεστὼς κριτικῆς ἐξετάσεως, ἐπαυξήσεως, περιστολῆς ἢ διορθώσεως, λ.χ.: Ὁ βίος βραχύς, ἡ δὲ Τέχνη μακρή· μακρ κι ὄχι μακρά, καθότι ὁ Ἱπποκράτης ἔδρασε στὴν Ἰωνία, ὅπου ἔχουν τραπῆ μακρὰ α τῆς Πρωτοελληνικῆς σὲ η.

(β΄) Χρησιμοποιεῖται ἡ πλήρης ἐξάρτυση γραπτῆς ἀποτυπώσεως τῆς Ἑλληνικῆς, ὅπως παραδίδεται στοὺς αἰῶνες κ’ ἔχει δοκιμασθῆ κ’ ἐπιτύχει κατ’ ἐπανάληψιν καὶ μοναδικῶν στὴν Ἱστορία τοῦ Πνεύματος, ἀποτελοῦσα (ἐκτεταμένα ὡς πρὸς τὸ ἀλφάβητο, πλέον περιωρισμένα ὡς πρὸς τὰ σημεῖα τονισμοῦ καὶ πνευματισμοῦ) μιμητικὸ πρότυπο γιὰ τὴν Ἐτρουσκική, τὴν Λατινική, τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Σλαβική (Σλαβωνική) καὶ μέσῳ αὐτῶν γιὰ ὅλες τὶς σύγχρονες Εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες καὶ διαλέκτους τους: στοιχεῖα πεζά-κεφαλαῖα, τόνοι, πνεύματα, στίξη, χωρισμὸς σὲ στίχους, ὅπως κ’ ἐκτεταμένα ἐργαλεῖα τῆς συνθέσεως, ὑφολογίας (στιλιστικῆς) καὶ τυπογραφίας: παραγραφοποίηση, ἀραιώσεις, πλάγια στοιχεῖα («Λειψίας»), στοιχεῖα τονισμένα («μαῦρα»/«παχιά»), σημάνσεις μακρότητoς ἢ βραχύτητoς φωνηέντων, π.χ. , ῑ (ἰδίως πρὸ τῆς ἀλλαγῆς τῆς προσῳδίας στὰ ἑλληνιστικὰ χρόνια), ξένων στοιχείων γιὰ τὴν ἀκριβῆ παράθεση μή ἑλληνικῶν τύπων -ἀκόμα καὶ συμβόλων μαθηματικῶν κ.ο.κ. Ὅλ’ αὐτὰ μ’ αἴσθηση τῆς πολυπλοκότητος τοῦ γλωσσικοῦ φαινομένου καὶ συνεχῆ, δυναμικὴ εὕρεση τοῦ  β ε λ τ ί σ τ ο υ  γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ ἑκάστοτε κειμένου, μὲ κατανόηση ὅμως τῆς ὁμοιοτυπίας καὶ τάση διευκόλυνσης τῆς ἐπικοινωνίας. Συνεπῶς, ἀπαιτεῖται γνώση, ἔνστικτο καὶ δημιουργικὴ πνοὴ στὴν σύλληψη ἤχων, νοημάτων, εἰκόνων, ψυχικῶν κινήσεων καὶ χειρονομιῶν -ἡ πεμπτουσία, συνεπῶς, τῆς Γλώσσας.

(γ΄)  Ἀκολουθοῦνται οἱ κανόνες τονισμοῦ καὶ πνευματισμοῦ, ὅπως ἐξελίχθησαν στὴν Μεσαιωνικὴ καὶ Νεωτέρα ἐκδοτικὴ Παράδοση. Γίνονται κάποιες ἐλαφρὲς μετατροπὲς γιὰ τὴν ἀπόδοση μοναδικῶν νεοελληνικῶν (ἢ καὶ ὑστεροελληνιστικῶν) γλωσσικῶν φαινομένων λ.χ. θές < θέλεις μὲ ὀξεῖα ἀνεξαρτήτως στίξεως λόγῳ τῆς συγκοπῆς. Ἐὰν σημαίνεται ὀξεῖα στὴν θέση βαρείας, ἐν ᾧ δέν ἀκολουθῇ σημεῖο στίξεως, ὑπονοεῖται ἔμφαση στὴν συγκεκριμένη λέξη, καθὼς φέρει τὸ νοηματικὸ βάρος τῆς πνευστικῆς ἑνότητος, λ.χ.  ἐν ᾧ δέν ἀκολουθῇ σημεῖο στίξης (ἐμφαντικὸς ὀξυτονισμὸς τοῦ ἀρνητικοῦ μορίου).

(δ΄) Δέν διαγράφονται οἱ προσγεγραμμένες/ὑπογεγραμμένες, π.χ. τραγδία < τράγ– + ᾠδή, ποιητικ ἀδεί.

(ε΄) Σημειώνεται ἡ αὔξηση τοῦ ἀορίστου, π.χ. ὁρίζω -> ρισα, ὅπως καὶ ὁ ἀναδιπλασιασμὸς τοῦ παρακειμένου, π.χ. ὁρίζω -> ρισμένος.

(στ΄)  Σημειώνονται κατάλληλα οἱ τύποι ἐξ ὑποτακτικῆς, ἀκόμα καὶ στὴ Νεοελληνική, παρὰ ποὺ δέν ἐπέχει πλέον θέση πλήρως ἀνεξαρτήτου ἐγκλίσεως, ὄπως στὴν Ἀρχαία (βλ. ὅμως: ἴσως ἀνοίξῃ τὸ παράθυροἂν θυμηθς τὸ ὄνειρό μου…, ἐφ’ ὅσον ἐδῶ πρόκειται γιὰ λόγον ὑποθετικό· ἐξ ἴσου καὶ στὸν μέλλοντα: θὰ ἔλθς. Παρὰ ταῦτα, ἡ ὑποτακτικὴ λειτουργεῖ ἀκόμη συντακτικῶς.

(ζ΄) Σημειώνεται ἡ ἔκταση τῶν παραθετικῶν ἐπιθέτων κ’ ἐπιρρημάτων ὅπου αὐτὴ παρατηρεῖται (δηλαδὴ ὔστερ’ ἀπὸ μή θέσει ἢ φύσει μακρὰ καταληκτικὴ συλλαβὴ τοῦ θέματος), π.χ. σοφός -> σοφώτερος -> σοφώτατος, διασκεδαστικῶς -> διασκεδαστικώτερον (ἢ διασκεδαστικώτερα) -> διασκεδαστικώτατα· ὅμως κενός -> κενότερος -> κενότατος, καθότι ἀρχικῶς: κενFός καὶ τὸ δίγαμμα (F) ἐσιγήθη πολύ ἐνωρὶς στὴν Ἱστορία τῆς γλώσσας.

(η΄) Δέν ἁπλοποιοῦνται τὰ συμπλέγματα συμφώνων, π.χ. καμμία (κἂν + μία, ἂν καὶ τύπος μεσαιωνικὸς ὅπου δέν ἐκφέρονται πλέον τὰ διπλᾶ σύμφωνα -τὸ ἔτυμον ὑπερισχύει τῆς φωνητικῆς ἀπόδοσης, ἐφόσον δέν ὑφίσταται σύγχιση κατὰ τὴν σημερινὴ ἐκφορά) καὶ ὄχι καμία. Ἀντιστοίχως, ἠμπορεῖ κάτι νὰ ἐξαπλουστευθῇ λόγῳ παλαιοτέρας πολυπλοκωτέρας κ’ ἐσφαλμένης γραφῆς, π.χ. ταξίδι καὶ ὄχι ταξεῖδι.

(ια΄) Στὶς λέξεις ξενικῆς προελεύσεως γίνεται προσπάθεια νὰ δοθῇ, στὴν μεταστοιχείωσή τους, τὸ ἀρχικὸ ἴνδαλμα στὴν Ἱστορικὴ Ὀρθογραφία τῆς ἑκάστοτε ξένης γλώσσας, π.χ. Σωσσύρ < Saussure· τραῖνο < train (Γαλλικά)· Λατνος < latīnus· λεγᾶτος < lēgātus (Λατινικά).

(ιβ΄) Ὑπονοεῖται ἡ μελέτη καὶ ἡ ἐπιστημονικὴ χρήση κάθε ἱστορικῆς φάσεως καὶ μορφῆς τῆς Ἑλληνικῆς γιὰ τὴν πλήρη της ἱστορικὴ ὀρθογράφηση: τῆς Μυκηναϊκῆς, τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς, τῆς Ἑλληνιστικῆς, τῶν Χριστιανικῶν Γραφῶν, τῆς Ἀττικιστικῆς, τῆς Μεσαιωνικῆς, τῆς Νέας Ἑλληνικῆς (Δημώδους καί Λογίας) -ἀκόμα καὶ τῆς Πρωτοελληνικῆς-προδιαλεκτικῆς, ὅσον ἠμπορεῖ ν’ ἀποκατασταθῇ ἀνάμεσα στὰ πρῶτα γραπτὰ τεκμήρια καὶ στὴν Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή -ὅλες συνδυαστικὰ γιὰ τὴν σαφῆ κατανόηση, στὸ γραπτὸ μέσο, τῆς διαχρονίας τῆς γλώσσας.

(ιγ΄) Ἡ μετρικὴ τῶν στιχηρῶν κειμένων ἐπηρεάζει τὸν τονισμό, ἰδίως στὶς δημιουργίες τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, λ.χ. σὲ ἰαμβικὸ στίχο: αὐτό εἰναι πρῶτο, ὀξυτονίζεται ἡ ἀντωνυμία: αὐτό καὶ χάνει τὸν τόνο της τὸ ρῆμα: εἰναι, γιὰ νὰ σημανθῇ τὸ μετρικὸ χασοτόνισμα (καὶ ἡ μετρικὴ συνίζηση), δηλαδὴ ἡ ἀποδυνάμωση τοῦ ἐντατικοῦ τόνου στὸ εἶναι, ὥστε νὰ παραμείνῃ ὁ στίχος ἴαμβος (ὁ ρυθμός του νὰ θεμελιώνεται μόνο σὲ ζυγὲς συλλαβές, ἐκτός ἴσως τῶν μετρικῶν πρώτων ποδῶν). 

(ιδ΄) Ἰδίως σὲ κείμενα τῆς λογίας Παραδόσεως, ἐκφράσεις, ποὺ πλέον ἀντιμετωπίζονται ὡς μία λέξη, γράφονται ἀνελυμένες, π.χ. ἐφ’ ὅσον < ἐπὶ + ὅσον, καὶ ὄχι ἐφόσον· ἐν ᾧ, κι ὄχι ἐνῷ -δηλαδὴ ἡ ἀνάλυση ἢ μή δηλώνουν ἐπίπεδα ὕφους (Δημοτική-Λογία).

(ιε΄) Ὅλα τὰ παραπάνω καθιστοῦν τὴν γραφὴ τῆς Ἑλληνικῆς σ’ ἕνα κείμενο, ὄπου συναντῶνται πολλές φάσεις της (μεταξὺ ἄλλων), ἀδιαίρετο συνεχὲς κ’ ἔτσι διευκολύνεται ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴν μία φάση στὴν ἄλλη· π.χ. στὴν ἀναπαραγωγὴ πρωτογενοῦς κειμένου μὲ δύο ἐπίπεδα ὕφους (Λογίας-Δημοτικῆς, ὅπως τὰ διηγήματα τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντου) ἢ στὴν περίπτωση διαγραμμικῆς μεταφράσεως ἀπὸ τ’ Ἀρχαῖα στὰ Νέα Ἑλληνικά.

Βιβλιογραφία:

(α΄) Ἀχιλλέως Ἀ. Τζαρτζάνου Γραμματικὴ τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσας, ΟΕΔΒ, ἐν Ἀθήναις 1965.

(β΄) Ἀχιλλέως Ἀ. Τζαρτζάνου Νεοελληνικὴ Σύνταξις (τῆς Κοινῆς Δημοτικῆς), τόμ. Α΄-Β΄, 2η ἔκδ., Θεσσαλονικὴ 1989. 

(γ΄) Γ. Μπαμπινιώτη Ἐτυμολογικὸ Λεξικὸ τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Ἀθήνα 2010.

(δ΄) Γεώργιος Ζηκίδης, Λεξικὸν ὀρθογραφικὸν καὶ χρηστικὸν τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης, Βιβλιοπωλεῖον Ἰωάννου Ν. Σιδέρη, Β΄ ἔκδ., Ἀθῆναι 1913.

(ε΄) Γεώργιος Ν. Χατζιδάκις, Μεσαιωνικὰ καὶ Νέα Ἑλληνικά, Π. Δ. Σακελλαρίου, Ἀθῆναι 1907.

(στ’) Helmut Rix, Historische Grammatik des Griechischen, Laut- und Formenlehre, Wissenschaftliche Buchgesellschaft, 2η ἔκδ., Darmstadt 1992.

(ζ’) Eduard Schwytzer, Ἡ Σύνταξη τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσας, μτφ Γ. Ε. Παπατσίμπας – Π. Χαιρόπουλος, ἐπιμ. Γ. Ε. Παπατσίμπας, ἐκδ. Δημ. Ν. Παπαδήμα, 5η ἔκδ., Ἀθήνα 2011.

(η’) Robert Beekes, Etymological Dictionary of Greek, with the assistance of Lucien van Beek, Brill, Leiden-Boston 2010.

(θ’) Λογεῖον: ἠλεκτρονικὸ συνδυαστικὸ λεξικὸ τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς-Λόγιας Μεσαιωνικῆς καὶ τῆς Λατινικῆς.

(ι’)  Θρασύβουλος Σταύρου, Νεοελληνικὴ Μετρική, Ἰνστιτοῦτον Νεοελληνικῶν Σπουδῶν-Ἵδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 1974.

Ἐν κατηγορίαις: Ἀρχαία Γραμματεία Γενικά Ἐπιστήμη Φιλολογία

Θεοδόσιος Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος
08/11/2018· 2η ἐπεξεργασία: 25/03/2020.
Ἀρέσκει μοι!     Κοινοποιήσατε
Προσωπικὸν ἱστολόγιον τοῦ Θεοδοσίου Ἀγγ. Παπαδημητροπούλου
© 2015-24 Θεοδόσιος Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος Ἐκδόσεις ΘΑΠ
-