[ Πᾶν ἐφήμερον:
Καί τὸ μνημονεῦον
καί τὸ μνημονευόμενον.
Μάρκου Αὐρηλίου Τὰ εἰς ἑαυτόν Δ΄ 34.]
Τ’ ἀγαπημένα, τὰ ὀρθάνοιχτα χρόνια τῆς ζωῆς μου,
ποὺ τὰ σφαλήσανε στὴν ἄπνοια καὶ τὴν καταχνιά –
ὅ,τι μὲ στέρησαν, ποῦ νὰ τὰ ξανάβρω;..
Προσπάθησα μὲ τὶς ἀφαίρεσες ν’ ἀναπληρώσω
ἁρμύρες, ἄστρα, δέντρα, πολιτεῖες·
ἦρθε καὶ μὲ συντρόφεψε ἡ μελέτη·
σκληρή κι αὐτή, μοῦ φώτισε τὸ τί ἔχω χάσει…
Προσπάθειες μάταιες, φτωχικές· πῶς θ’ ἀναπλήρωνεν
ὁ θάνατος τὴ ζωή, κ’ οἱ ξεραΐλες
πλούσια χλωρίδα τῶν καλῶν καιρῶν;
Μήν οἱ νεκροί ἀναστήσονται κ’ αἰνέσουσί σε;..
Κλείσθηκα καὶ μονώθηκα μὲ τὴν ἀγάπη –
τὴ βαθύρριζη ἀγάπη, τὴν πολύ πιστή·
κ’ ἦταν πηγάδι ἀστέρευτο ἡ εὐφροσύνη:
μ’ ἔγνοιες, μὲ μέριμνες καὶ μὲ στοργές –
σύνεργα ποὺ γεμίζανε τοὺς ἀδειασμένους
κι ἀμελημένους χώρους μιᾶς ἄθλιας ψυχῆς…
Ἀλλὰ ἦρθαν καὶ τὰ κόψανε τὰ νήματα!
Μοῦ στρέβλωσαν τὴν ἁρμονία καί τῆς ἀγάπης!
Οὔτε αὐτήν δὲν μοῦ ἀφῆκαν· μάταιες οἱ ἔγνοιες
κούφιες οἱ μακρόσυρτες προσευχές!..
Καὶ τάχα τώρα ποιά πλέον προσμονή
ἢ ποιά στροφή θὰ μοῦ ἀποδώσῃ ὅ,τι ἀφαιρέθη;
Καὶ το ἄδικο ποὺ μοῦ ’γινε ποιά μοῖρα
τὸ ἄδικο τὸ τόσο μεγάλο
θὰν το ἀστερώσῃ,
γιὰ νὰν τὸ βλέπουν οἱ μελλούμενοι στὶς νύχτες τους
καὶ ν’ ἀνακράζουν:
…Βλέπεις τοῦτα τ’ ἄστρα,
μόλις θεατά, μὲ τὰ στριμμένα σχήματα;..
Εἶναι ἡ σφραγίδα τῆς δυστυχίας κάποιου Παπατζώνη,
ποὺ τόσο ὑπόφερε, τότε ποὺ μάχονταν ὅλοι οἱ ἀνθρῶποι,
χρόνια κλεισμένος στὸν περίβολο τῆς μάντρας του,
χτυπημένος ἀπὸ βολίδα τοῦ κακοῦ…
Τοῦ Παπατζώνη ποὺ ἔχασε τὰ ὡραῖα του χρόνια·
ποὺ ὅ,τι ἀγαποῦσε τοῦ διαλύθηκε σὰν ὑδρατμός,
καὶ στοίχειωσαν οἱ ἄδειοι χῶροι γύρω του –
οἱ ἄδειοι χῶροι τοῦ σπιτιοῦ καὶ τῆς ψυχῆς…
Καὶ θάρχεται κάτι λίγο σὰν φθόνος
στοὺς ἀγρυπνοῦντες, τοὺς ὀνειροπόλους,
βλέποντας τ’ ἄστρα μὲ τὰ στρεβλά σχήματα,
γιατὶ δέν θὰ στοχάζωνται τί πυκνωμένο
φαρμάκι κάθε ἀστέρι τῆς εἰκόνας
τόχει μορφώσει καὶ τί φούντωμα ἀνταρσίας!..
Ἔτσι εἶναι ἀστόχαστες γενιές μελλούμενες
καὶ θέλγονται ν’ ἀποζητᾶνε πάθη
ποὺ δέν τὰ ξέρουν πόσο εἶναι ἀβάσταχτα…
Ἔτσι θαμπώνονται τὰ φτωχά βλέμματα
μὲ δυό χλωμὲς ἀχτῖδες, δυὸ φωτερά
στίγματα -ἀξιοδάκρυτη εἰσφορὰ στὴν πλησμονή
τοῦ ἐράνου ποὺ προσφέρει τὸ βαρύ
στερέωμα…
Ὅμως ἐμένα, ὅλος τοῦτος ὁ ὄγκος
ἑνου ἄστοργου στερεώματος γνώριμος εἶναι
στὰ στήθια μου, ποὺ τὰ συμπίεσε καὶ τὰ σύνθλιψε
σ’ ὅλο τὸ μάκρος τοῦ πικροῦ μου αἰώνα
κατὰ τὰ χρόνια ποὺ ἔχασα
καὶ δέν θὰ μεταβρῶ…
[Ὅπως τυπώθηκε στὶς Διορθώσεις, τ. 43, σελ. 1624-5.]