Στ’ ἀνοιχτὰ τοῦ γυαλοῦ τοῦ Αἰώνα
τό ΄να χέρι τὸν Ἥλιο νὰ κρύβῃ,
σηκωμένο τὸ ἄλλο νὰ γνέφῃ
καὶ τὸ στόμα μ’ ὁδύνη νὰ ψέλνῃ:
Χαῖρε, ἐφευρέτη πατέρα
τοῦ θανάτου τοῦ γιοῦ σου!
Χαῖρε, δαμαστὴ τοῦ Ἀέρα,
ποὺ ὀρθώνεται ὁ γόος σου
ἀπ’ τὸ μπλέ τῆς θαλάσσης
ὥς τὸ μπλέ τ’ οὐρανοῦ!