Τὸ σῶμα μου ἄργεψε·
τὸ πρόσωπό μου σκλήρυνε·
κι ὁ νοῦς σταμάτησε –
ἔπαψε ἀστεῖα νὰ κατεβάζῃ.
Ἄλλος τώρα ὁ τζουτζές·
θέλει νέον ἡ δουλειά –
πῶς ἀλλιῶς τὰ ψέματα
θὰ γίνουν πιστευτά;..
Μὰ ἂν ἴδια σκέρτσα κάνῃ κι ὁ ἄλλος,
ἀρκεῖ στὸν κόσμο πούναι… ἄ λ λ ο ς:
Ξανά μὲ τὴν ψυχή του
θὰ χαρῇ καὶ θὰ γελάσῃ,
γιὰ νὰ πάῃ τὴν ἑπομένη
στὴ δουλειά του καὶ νὰ κλάψῃ.
Ὅπως νόμιζε
πὼς δ ι ά λ ε ξ ε στὸ τσίρκο μου ναρθῇ,
πάλι θὰ πιστέψῃ
πὼς ὁ καινούργιος ὁ τζουτζὲς θὰ δ ι ο ι κ ῇ.