Ἔχεις χίλιους ἐχθρούς (καλὸ νὰ μήν τἆχες τόσο καλοκαταφέρει…) καὶ θές σύντομα νὰ ξεμπερδέψῃς μαζί τους κι ἀπ’ τὴν κάψα τοῦ πάθους σου. Δύσκολα, βεβαίως, πιάνεις τὸν καθένα ξέχωρα. Τότε, παρουσιάζεται ἡ «φαεινὴ» ἰδέα: Νὰ τσουβαλιαστοῦν κάτω ἀπὄνα ὄνομα ὅλοι τους. Ὅμως, ἔτσι καί ὑποτιμῶνται οἱ ἐχθροὶ καί συσπειρώνονται ἐναντίον σου. Τέτοιες σκέψεις ἀπαιτοῦν διακριτικὴ ἰκανότητα ποὺ ἤδη ἔχει παραδοθῆ στὰ σκυλιὰ τοῦ μίσους, κ’ ἡ ἀποχὴ ἀπ’ τὸ μῖσος τοῦ «τσουβαλιάσματος», δέν εἶναι ἀνεδαφικὸς ἀλτρουϊσμός, ἀλλὰ προϋπόθεση εὐθυκρισίας καὶ πράξης ἀποτελεσματικῆς. Ἄλλωστε, δέ χρειάζεται ν’ ἀγαπᾷς κάποιον, γιὰ νὰ μήν τὸν μισῇς, νὰ τὸν ἐννοήσῃς καὶ ὄντως νὰ διορθώσῃς τὸ κακὸ ποὺ κατ’ ἐσὲ ἔχει κάνει. Ἀκόμα κι ὅταν σκοτώνῃς, δύνασαι νὰ μή μισῇς -δέν εἶναι προϋπόθεση τοῦ ἐγκλήματος τὸ μῖσος: Τὸ μαχαίρι χρειάζεται σταθερὸ χέρι καὶ κρίση, γιὰ νὰ καρφωθῇ στὴν καρδιά, ὄχι μῖσος. Ἐκεῖνο μονάχα θολώνει τὸ νοῦ κι ἀφοπλίζει ἐν τέλει τὸ χέρι.
Τσουβάλιασμα
Ἐν κατηγορίαις: Στοχασμοί
Ἀρέσκει μοι! Κοινοποιήσατε