Βλέπεις πρόσωπα· καθένα τους, αὐτόματα,
καταχωρεῖται στὴ μιά,.. στὴν ἄλλη κατηγορία:
σὲ κιτάπια καὶ πινάκια καλοσυγυρισμένα
ποὺ σκοτώνουνε τὴ γοητεία τῆς στιγμῆς,
τῆς γνωριμίας -τὴ φρεσκάδα τοῦ καινούργιου
(ὅλες τὶς στρογγυλεμένες κουβεντοῦλες)…
Ὥσπου φτάνῃς στὸν καθρέφτη
μὲ τὴν ἐλπίδα, πέρ’ ἀπ’ τὸ περίγραμμα,
νὰ μάθῃς περισσότερα, νὰ σπουδάσῃς ἑαυτόν…
Κοιτᾶς,.. ξανακοιτᾶς,.. γουρλώνεις τὰ μάτια,..
σκάβει τὸ βλέμμα τὸ γυαλί,.. δουλεύουνε τὰ ἐκσφαφικά,..
καῖνε-κόβουν τῆς κεφαλῆς σου τὸ ἄλσος,
τρυπᾶνε τὸ κρανίο νὰ μποῦν νὰ δοῦν,
νὰ βροῦν στὶς ρίζες τῶν νευρώνων
σκέψεις, κίνητρα, συνήθειες..- ψυχή…
Ἀλλά… ἐκεῖνος δέ μιλάει,.. δέ λέει·
ὁ καθρέφτης αὐτοκρατορικά σωπαίνει
«ἄρχων-ἱερουργός» μιᾶς ἄγνωστης θρησκείας.
Τάχα, ποιά εἰν’ ἡ δικιά σου κατηγορ ί α –
καὶ ποιά κατηγ ό ρια νὰ περιμένῃς…
Τὸ εἴδωλο στέκει ἐκεῖ ἐπιβλητικά:
τυφλό σὲ μάτια, νοῦ κι ἀφτιά,..
μὲ τό ‘να πόδι κάπως νὰ προβαίνῃ
νὰ σπάσῃ τὸ ἀγέρωχο τῆς ἀπορίας.
Δὲν ἀποκρίνεται· μονάχα παρακολουθεῖ,
ὡσὰν ἀντίβαρο στὴν ἀόρατη διάμεσο
ποὺ σχηματίζει τὸ κορμὶ μὲ τὸ γυαλὶ
σὲ μιὰν ἰσορροπία τρόμου κι ἄγνοιας.