Συλλέκτες γίνανε κάθε ἀπαξίας καὶ κατέλαβαν θέσεις διδάσκοντας πιὰ «ἀξίες». Ὁπότ’ ἐπέβαλαν νὰ μελετῶνται ὅλα, καθότι γνωρίζουνε καλά πὼς μόνον ἔτσι ἴσως κ’ ἐκεῖνοι διαβαστοῦνε. Φοβήθηκαν τὴν κρίση τους -κατήργησαν τὴν κρίση. Τρόμαξαν μὲ τὴν ὄψη τους -ἔσπασαν τοὺς καθρέφτες. Ἀπέτυχαν στὰ πράγματα -τὰ κάλυψαν μὲ κουρτῖνες ἀπὸ λωρίδες χάρτινες νεκρῶν ἐπικηδείων. Κι ἀντί τὴ ρήση τοῦ σοφοῦ νὰ λέν στοὺς μαθητές τους, μὲ τηλεβόες φώναξαν: «Μή μελετᾶτε! Κι ἂν μελετήσετε, νὰ τἄχετε ὅλα ἴδια. Δὲ βλέπετε πὼς τὸ μυρμήγκι περπατάει στοῦ λέοντα τὰ πόδια; Καὶ τὄνα εἶναι χρήσιμο κι ὁ ἄλλος ἔχει χάρη… Καὶ τώρα, σὰν τὸ σκέφτωμαι, σιγά τοῦ λιουνταριοῦ τὸ κάλλος μπρὸς στὸ παράστημά μου!..» Ὁπότε καταφέρανε νὰ μαγαρίσουνε καὶ τὸ μυρμήγκι ἀκόμα μὲ τὶς δικολαβεῖες τους καὶ τ’ ἀσυνάρτητά τους.
«Τὰ σπουδαῖα μελέτα»