[Ἡ ὁμιλία ἐκφωνήθηκε στὴν Ἡμερίδα γιὰ τὰ Κλασικὰ Γράμματα στὴν Ἑλληνικὴ Ἐκπαίδευση, διoργανωθεῖσα ἀπὸ τοὺς φοιτητικοὺς συλλόγους Ἱστορίας καὶ Φιλολογίας στὴν Καλαμάτα (05/03/2020), μὲ συμμετοχὴ καθηγητῶν καὶ φοιτητῶν.]
Καλησπέρα σας.
Παραδίδεται ἡ σολώνεια ρήση:
τὰ σπουδαῖα μελέτα [Διογένους Λαερτίου A΄ 60· Στοβαῖος Ζ΄]·
τοῦτ’ ἔστιν: μελέτα τὰ σημαντικὰ καὶ πρῶτα. Ἀργότερα, τὸ 2ο αἰῶνα μ.Χ., στὴ συλλογὴ ἀποσπασμάτων Noctibus atticis (= στὶς Ἀττικὲς νύχτες), ὁ Λατῖνος καὶ δίγλωσσος Αὖλος Γέλλιος ὀνομάζει classicum τὸν τρόπο ἑνὸς Ἕλληνα ἢ Λατίνου συγγραφέα ἐγνωσμένου κύρους, ὡς ν’ ἀνῆκε ἐκεῖνος ἀξιολογικὰ στὴν πρώτη τάξη καὶ κλάση [κεφ. ΙΧ]· διευκρινίζει πὼς ἡ humanitas δέν εἶναι ἡ φιλανθρωπία, ἀλλ’ ἡ παιδεία ὡς ὄργανο ἐξανθρωπισμοῦ καὶ καλλιεργείας τοῦ πνεύματος [κεφ. XIII] –ἡμέρωσιν θὰ τὴν ἔλεγε ὁ Πλούταρχος [πρβλ τὸν Βίον Νομᾶ VI 2].
Ἐκεῖ, λοιπόν, βρίσκονται οἱ πρῶτες ἀναφορὲς τῶν δύο ὅρων: τοῦ Οὑμανισμοῦ καὶ τοῦ θεμελίου του, τῶν Κλασικῶν Σπουδῶν. Ἔκτοτε, οἱ δημιουργίες λόγου ἀπὸ τὴν Ἑλληνορωμαϊκὴ Ἀρχαιότητα εἶναι γιὰ τὴ Δύση τὰ κλασικὰ γράμματα, τὰ κατ’ ἐξοχὴν παραδειγματικὰ καὶ παρέχοντα κριτήρια στὸ διάβα τῶν χιλιετιῶν, λόγῳ τῆς συνήθους μορφικῆς ἐκλέπτυνσης καὶ τελείωσης, τῶν βαθέων νοημάτων, τῆς καταβολικῆς τους θέσης, τῆς συναρμογῆς αὐτῶν τῶν τριῶν.
Ἀττικὴ κυρίως ἔγραφε ἡ Ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ Aὐτοκρατορία ὥς τὸ 1453 (μὰ κι ἀργότερα)· λειτουργεῖ κατόπιν ἡ Λογία Νέα Ἑλληνική, δηλαδὴ ἡ ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα, ἡ Καθαρεύουσα καὶ ἡ Ἀρχαΐζουσα· Λατινικὰ ἔγραφε ἡ Δυτικὴ μὲ τὰ κελτικά, γερμανικά, σλαβικὰ καὶ τῶν Στεπῶν φύλα, στὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ κοσμικὴ Διοίκηση, στὴν Ἐπιστήμη. Ἡ «Βίβλος» τῆς Μαθηματικῆς Φυσικῆς, τὰ νευτώνεια Principia mathematica philosophiae naturalis (= Μαθηματικὲς ἀρχὲς τῆς Φυσικῆς Φιλοσοφίας), στὴ Λατινική, ἀνοίγει μὲ τὸ ἐπίσης λατινικὸ ἐπίγραμμα τοῦ Halley (βλ. τὸν ὁμώνυμο κομήτη· γιὰ τὸ ἐπίγραμμα στὸ τέλος τῆς ὁμιλίας), ὅπου μιμεῖται τὸν Ρωμαῖο Λουκρήτιο μὲ τὸ διδακτικό του ποίημα De rerum natura (= Περὶ τῶν πραγμάτων φύσεως).
Ἐλπίδα ἴσως νὰ συλληφθῇ ἡ γνώση, ὅσο τὸ δυνατόν, εὐρύτερα κ’ ἐπωφελέστερα γιὰ τ’ ἀνθρώπινα, εἶναι ἡ μελέτη τῆς ἀρχῆς -σὲ κάθε πολιτισμό· ἐμπράγματη παρουσία της στὸν δικό μας, τὸν Δυτικὸ καὶ τὸν Ἑλληνικὸ εἰδικώτερα, ὅπως πάντα ἐφάπτεται κεῖνος γόνιμα μὲ τὴν Ἀνατολή (δίχως ὅμως καὶ νὰ χάνεται μές στὰ ὁλόδικά της σχήματα), εἶν’ οἱ Ἀρχαῖοι, οἱ εὑρισκόμενοι στὴν ἀρχὴ τῆς πορείας -Ἕλληνες καί Λατῖνοι. Ρωμηός – ἀπὸ τό: Ρωμαῖος – λεγόταν ὅποιος ἀνῆκε στὸ Γένος καθ’ ὅλον τὸ Μεσαίωνα, κι ὁ Ἀθανάσιος Διάκος μαρτύρησε, καταπὼς παραδίδεται, μὲ τὴ λέξη Γραικός στὸ στόμα του -ἔτσι μᾶς ἀποκαλοῦσαν οἱ Λατῖνοι ἀπὸ τὴ συνάντηση στὴν Ἰταλία μὲ τοὺς ἀποίκους τῆς εὐβοϊκῆς πόλης Γραίας: Graecos, κι ἀκόμα ἴδια μᾶς ὀνομάζουν τὰ ὑπόλοιπα εὐρωπαϊκὰ ἔθνη: Grecs/Greeks/Griechen/Griegos κ.λ. Ἡ Γραμματεία τῶν Ἀρχαίων εἶναι ἡ παρακαταθήκη πλάι στὰ ὑπόλοιπα ἐπιτεύγματα· γιατί, ὅπως στέκει ὁ Παρθενὼν στὸν βράχο τῆς Ἀκροπόλεως, ἔτσι καθοριστικὰ λειτουργεῖ στὶς σύγχρονες συνειδήσεις, ἀκόμα κι ἀνεπίγνωστα, ἡ αἰσχύλεια Ὀρέστεια, ἡ τόσα σημαίνουσα γιὰ τὴν Ἀθηναϊκὴ Δημοκρατία, τὴ συνδυαζόμενη πιὰ ἄρρηκτα στὰ δυτικὰ πολιτεύματα μὲ τὴ Ρωμαϊκὴ Res Publica -τὸ πολιτειακὸ θεμέλιο τοῦ Μεσαίωνα καὶ τῶν Νεωτέρων Χρόνων.
Ὅμως, αὐτά – ἂν κι ἀληθῆ κι ἀμετακίνητα – ἀκούγονται γενικὲς διαπιστώσεις· φαντάζουν ἴσως μακρυνά ἀπὸ τὸ συγκεκριμένο τῆς ἐπιστήμης, τοῦ σχολείου, τῆς ἐκπαίδευσης ἢ τοῦ ἐν γένει βίου.
***
Ὅταν πρωτόπιασα τὸ 2013 νὰ μεταφράσω καὶ νὰ σχολιάσω θεατρικὸ ἔργο πρὸς βιοπορισμόν, τὸν Ἰωάννη Γαβριὴλ Μπόρκμαν τοῦ Ἑρρίκου Ἴψεν [ἐκδ. Gutenberg, Ἀθήνα 2014], εἶχα καταληφθῆ ἀπ’ τὸ τραγικὸ τέλος στὸ χιονισμένο νορβηγικὸ τοπίο μὲ τὸ φιὸρδ στὸ βάθος, ὅπου αἱ κορυφαὶ τῶν δένδρων εἶχον ἀρχίσει νὰ καταλάμπωνται ἀπὸ τὸ ἀργυροῦν φέγγος [ἀπὸ τὸν Ἀλιβάνιστον τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντου], ὅπως στὸν πίνακα: Σεληνόφως τοῦ Ἔντβαρ Μούνχ [1895]· ἐννόησα τὴ δύναμη τῆς σκηνῆς, καὶ μὲ κατέλαβε λαχτάρα νὰ διατυπώσω τὸ αἴσθημα στὴ γλῶσσα μας. Ἀλλά, ἐφόσον πρέπει ὄντως νὰ μεταφραστῇ ἕν’ ἄξιο κείμενο, ὀφείλει ὁ μεταφραστὴς νὰ δαμάσῃ τὴ δικιά του ἔκφραση: κατὰ τὴν ἀνάγκην καὶ τὸ δοκοῦν νὰ τὴ συστρέφῃ, νὰ τὴν ἐκτείνῃ, νὰ τὴν πυκνώνῃ· νὰ τὴν ὀρθοτομῇ. Δηλαδὴ νὰ κατακτήσῃ στὸ ἰδίωμά του πιὰ τὶς ἀρετὲς τῶν Ἀρχαίων καὶ κλασικῶν. Γιὰ μᾶς κιόλας τοὺς εὐλογημένους νὰ μιλᾶμε τὴν Ἑλληνική (παρ’ ὅλες τὶς μεταλλαγές, μετατοπίσεις καὶ προσαρμογές), ἡ μακραίωνη Παράδοση κ’ ἡ ἐννόηση τοῦ τετράγωνου: τῆς μή ἐπανεφεύρεσης τοῦ τροχοῦ, συλλειτουργοῦν κατὰ τὴ μεταφραστικὴ πράξη.
Ἀργότερα καὶ πάλι ἐξ αἰτίας τοῦ Ἴψεν, γιὰ νὰ ἐννοήσω τὶς πρώιμες δημιουργίες του, συμβουλεύθηκα τὴν πνευματικὴ «κοιτίδα» τῶν Σκανδιναβῶν, τὶς Ἔδδες καὶ Σάγκες γιὰ τοὺς Βίκινγκς καὶ τοὺς παληοὺς βασιλιᾶδες. Ἡ Παλαιονορβηγικὴ καὶ Παλαιοϊσλανδική, στὴν ἄκρη τῆς Εὐρώπης, ἔχουν ἀνεπτυγμένο κλιτικὸ σύστημα: στὰ ὀνόματα, τὶς ἀντωνυμίες, τὰ ρήματα, μὲ διαφορετικὲς καταλήξεις γιὰ τὶς πτώσεις, τὰ πρόσωπα, τὶς ἐγκλίσεις. Ἡ μορφολογικὴ ποικιλία τῶν τύπων δέν ἐπιβάλλει αὐστηρῶς σταθερὲς θέσεις μές στὴν πρόταση κατὰ τὴ σύνταξη, ὅπως στὴ Λατινικῆ, τὴν Ἀρχαία Ἑλληνική, καθὼς καὶ τὴ Νέα ἐν πολλοῖς. Ἡ ποίηση τῶν σκάλδων, τῶν τότε ποιητῶν, ἐκμεταλλεύεται αὐτὲς τὶς ἰδιαιτερότητες παραπλήσια μὲ τὶς ἀρχαῖες ἐπικὲς συνθέσεις, ἑλληνικὲς καί λατινικές. Ἡ ὅποια ἐποπτεία τῶν κλασικῶν γλωσσῶν βοηθάει στὴν ἀναγνώριση σχημάτων καὶ τρόπων, πάντα βέβαια μὲ τὴ συνδρομὴ καταλλήλων, διευκρινιστικῶν ἐγχειριδίων.
Ἡ βιβλιογραφία λοιπόν: Ἄλλο ἕνα ὄργανο μελέτης ποὺ κατ’ ἐξοχήν διδάσκεται κι ὀφείλει νὰ τὸ κατέχῃ ὁ τυπικώτερος λόγιος, δηλαδὴ ὁ φιλόλογος καὶ δὴ ὁ κλασικός -ἄλλο ἕνα ὄργανο νὰ διδαχθῇ στὸν μαθητὴ καὶ σπουδαστή. Ὅταν μετέφραζα καὶ σχολίαζα τὸ πρῶτο δρᾶμα τοῦ Ἴψεν, τὸν Κατιλίνα (ἡ ὑπόθεση ἀνάγεται στό: De coniuratione Catilinae = Περὶ τῆς Συνομωσίας τοῦ Κατιλίνα τοῦ Σαλλουστίου), ἡ βασικὴ ἀναφορὰ ἦταν ἡ κοντὰ ἑνενηντάτομη γερμανικὴ ἀρχαιογνωστικὴ ἐγκυκλοπαιδεία τῶν Pauly-Wissowa [βλ. Κατιλίνα, ἐκδ. ΘΑΠ, Ἀθήνα 20193, Βιβλιογραφία].
Τὸ φθινόπωρο τοῦ 2016 βρῆκα στὴ βιβλιοθήκη μας ἐδῶ, τὴν πρωτότυπη ἀγγλικὴ ἔκδοση τοῦ Πρώιμου Βουδδισμοῦ ἀπὸ τὸ μεταφραστὴ τῶν βουδδιστικῶν γραφῶν στὸν 19ο αἰῶνα, Thomas William Rhys Davids· μ’ ἐξέπληξε ἡ εὐστοχία τῆς παρουσίασης. Λόγῳ τῆς ὀμιχλώδους κατάστασης γιὰ τὸν ἱστορικὸ Βούδδα Σιντάττα Γκοτάμα, ἀπεφάσισα νὰ μεταφράσω καὶ νὰ ἐκδώσω τὸ ἔργο. Τὸ πρωτότυπο κυκλοφόρησε τὸ 1910, ἀλλὰ παραμένει κατατοπιστικὸ σὲ πολλά, ἂν κ’ ἡ διεθνὴς Ἔρευνα ἔχῃ προχωρήσει. Ὁπότε, κρίθηκε ἀναγκαῖος ὁ ἐκσυγχρονισμὸς μὲ τὰ κατάλληλα νέα εἰσαγωγικὰ κεφάλαια γιὰ τὸν Ἕλληνα ἀναγνώστη καὶ τὶς ἐξηγητικὲς ὑποσημειώσεις γιὰ τὴ σύγχρονη βιβλιογραφία ἢ τὴ θρησκειολογικὴ σύνδεση τοῦ φαινόμενου μὲ τὶς ἡμέτερες παραστάσεις [ἐκδ. ΘΑΠ, Ἀθήνα 20192]. Στὸ κεφάλαιο γιὰ τὴ μετενσάρκωση καὶ τὸ κάρμα (τὸ ἀντιπεπραγμένο στὴν Ἑλληνική), ὁ Ἄγγλος προχωράει σὲ μιὰ παράτολμη ἴσως, διαφωτιστικώτατη ὅμως, συγκριτικὴ νίξη μεταξὺ τοῦ Βούδδα καὶ τοῦ Πλάτωνος. Κάποια κεφάλαια προηγουμένως, διευκρινίζει πῶς ἡ λέξη ἄριος [ā́rya], δηλαδὴ εὐγενικῆς καταγωγῆς, φορτίστηκε μᾶλλον ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν θρησκευτικὸ στοχαστὴ μὲ τὴ σημασία τοῦ ἄξια σκεπτόμενου κι ἀντίστοιχα συμπεριφερόμενου: Ὁ ἄριος, κατὰ τὶς βουδδιστικὲς γραφές, ἀποτελεῖ συνώνυμο τοῦ arhat/arahat, δηλαδὴ ὅποιου μοιράζεται τὶς πνευματικὲς ποιότητες τῆς προβαθμίδας γιὰ τὴν πλήρη nirvāṇa/nibbāna. Ἕνας εἰδικὸς τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαϊκῆς λυρικῆς ποίησης θὰ σᾶς ἐνημερώσῃ ἀμέσως πόσο διαφορετικὲς εἶναι οἱ ἐκεῖ σημασίες λέξεων ὅπως: ἀγαθός, καλός, κακὸς ἀπὸ τὶς σημερινές [βλ. Ι. Ν. Περυσινάκης, Ἀρχαϊκὴ Λυρικὴ Ποίηση, ἐκδ. Παπαδήμα, Ἀθήνα 20152], ἀφ’ ἑνὸς ἐξ αἰτίας τῆς μεσολάβησης στοχαστῶν ὅπως τῶν προσωκρατικῶν καὶ σοφιστῶν, τοῦ ἴδιου τοῦ Σωκράτους, τοῦ Πλάτωνος, τοῦ Ἀριστοτέλους, τῶν ἠθικῶν διλημμάτων τῆς ἀττικῆς τραγῳδίας, καί, ἀφ’ ἑτέρου, λόγῳ τῆς «διάθλασης» μές ἀπ’ τὴ χριστιανικὴ πατερικὴ γραμματεία -τὴν ἐν πολλοῖς καὶ ἐξ ἀνάγκης ἀττικίζουσα στὸ ἑλληνικό της σκέλος, τὴν πολλὲς φορὲς γλωσσικὰ καινοτόμο καὶ ἑλληνίζουσα κατὰ τὴν ὁρολογία στὸ λατινικό. Ἡ μελέτη τοῦ 2015 ἀπὸ τὸν Christopher Beckwith (The Greek Buddha = Ὁ Ἕλλην Βούδδας, Princeton University Press, Princeton-Oxford 2015), ἀνάγει τὴν ἑλληνιστικὴ σκεπτικὴ στάση στὸν Βούδδα, διαμέσῳ τῶν πρώιμων βουδδιστῶν ποὺ τοὺς συνάντησε ὁ Πύρρων μὲ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου στὴν Ἰνδία. Θεμελιώδη γιὰ τὴν Ἰνδικὴ Ἀρχαιολογία εἶναι τὰ ἤδικτα τοῦ αὐτοκράτορα Ἀσόκα (3ος αἰ. π.Χ.) γραμμένα σὲ τρεῖς γλῶσσες τῆς τότε ἐπικράτειάς του, τῆς Αὐτοκρατορίας τῶν Μαουρύα: (α΄) στὰ Μαγκάντι (ἴσως τὴ λαλιὰ καὶ τοῦ Βούδδα -ἕνα ἰδίωμα συγγενικὸ μὲ τὰ Σανσκριτικὰ καὶ τὰ Βεδικὰ τῆς θεοσοφίας καὶ τῶν ἰνδουϊστικῶν ὕμνων), (β΄) τ’ Ἀραμαϊκὰ καὶ (γ΄) τὴν πρώιμη τότε Ἑλληνιστικὴ Κοινή, ὕστερ’ ἀπ’ τὶς κατακτήσεις τοῦ Μακεδόνα βασιλιᾶ. Ἐκεῖ, ἡ λέξη dharma/dhamma ἀποδίδεται ὡς: εὐσέβεια. Μιὰ ἐνδιαφέρουσα παρέκβαση γιὰ τὰ Ἰνδικὰ γράμματα: Ἡ σύγχρονη Ἰνδουστανικὴ διασπᾶται στὰ Χίντι τῆς κυρίως Ἰνδίας καὶ στὰ Οὔρντου τοῦ Πακιστάν· εἶναι μεσοϊνδικὸ ἰδίωμα σχετιζόμενο μὲ τὴ Σανσκριτική, δίχως ὅμως νὰ διακρίνεται γιὰ τὴν ἄμεση σύνδεση λ.χ. τῆς Νέας πρὸς τὴν Ἀρχαία Ἑλληνική. Παρὰ ταῦτα, τὰ Χίντι πλουτίζονται κατὰ τὸ λεξιλόγιο καὶ τὸν τρόπο ἀπὸ τὸ σανσκριτικὸ ἀπόθεμα, ὅπως περίπου ὁ Λόγιος Κλάδος τῆς σημερινῆς Κοινῆς Νέας Ἑλληνικῆς ἀνατρέχει στὴν Κλασικὴ Ἀττικὴ καὶ τὴν Ἑλληνιστική.
Ἀπὸ τὸ 2012, σὰν πρωτόγραψα τὸ ἔργο γιὰ τὸν Νικολὸ Μακιαβέλλι καὶ τὸ πρωτοανέβασα στὴ Σκηνή, ἀγωνίζομαι νὰ προσεγγίσω θεατρικὰ τὴν πολιτική του σκέψη [βλ. Ὁ ἡγεμόνας – Μακιαβέλλι, ἐκδ. ΘΑΠ, Ἀθήνα 20182]. Ὁ ἀναγεννησιακὸς λόγιος, διπλωμάτης, ἐκλεγμένος σ’ ἀξίωμα τῆς Δημοκρατίας τῆς Φλωρεντίας καὶ πατριώτης (φιλόπατριν θὰ τὸν ἔλεγε ὁ Κάλβος), ὁ διάολος ὁ ἴδιος γιὰ τοὺς ἐλισαβετιανοὺς Μάρλοου καὶ Σαίξπηρ! Ἡ πραγματιστική του σκέψη ἀποκεκαθαρμένη ἰδεοληψιῶν καὶ συνθημάτων ποὺ φέρνουν συχνὰ κι ἄλλο αἷμα πά’ στὸ πρῶτο, ἔχει ἕν’ ἀμετακίνητο ἀνάλογο στὴν Ἀρχαιότητα: τὸν Θουκυδίδη. Ὁ Ἰταλὸς εἶχε διαβάσει μᾶλλον σὲ λατινικὴ μετάφραση τήν, κατὰ τὸ μεσαιωνικὸ Λεξικὸ τοῦ Σούδα, ἀττικὴν μέλιτταν -τὸν Ξενοφῶντα· δέν εἶναι βέβαιο ἂν καὶ κατὰ πόσον εἶχε μελετήσει τὸν Θουκυδίδη (μόλο ποὺ ἀπ’ τὰ 1452 τὸν εἶχε μεταφράσει στὰ Λατινικὰ ὁ οὑμανιστὴς Λορέντζο Βάλλα). Ἐκδίδοντας τὸν μακιαβελλικὸ Ἡγεμόνα μαζὶ μὲ τὸ θεατρικὸ ἔργο, τὸ 2019, διεπίστωσα ἀκόμα βαθύτερα πόσο διασαφεῖται ὁ μακιαβελλικὸς λόγος ἀπὸ τὸν Πελοποννησιακὸ Πόλεμο, τὴν ἀφήγηση τῆς διαμάχης μεταξὺ μιᾶς ἀνερχόμενης δύναμης, τῶν Ἀθηνῶν, καὶ μιᾶς ἤδη ἑδραιωμένης, τῆς Λακεδαίμονος. Ἂν στραφοῦμε στὸν Εἰρηνικὸ Ὠκεανό, τὸ χῶρο ἀνάμεσα στὴν Κίνα καὶ τὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες τῆς Ἀμερικῆς, θὰ δοῦμε ὅτι κ’ ἐκεῖ ἡ Ἱστοριογραφία ἀναμένει πιθανῶς κάποιον, τρόπον τινα, νέον «Θουκυδίδη» [βλ. γιὰ τοὺς σχετικοὺς προβληματισμούς: Gr. Allison, Destined for War: Can America and China escape Thucydides’s trap?, Houghton Mifflin Harcourt, Boston 2017]… Ἕν’ ἄλλο ἔργο τοῦ Φλωρεντίνου, ἀπόλυτα συνδεδεμένο μὲ τὸν Ἡγεμόνα: οἱ Διατριβὲς πάνω στὰ πρῶτα δέκα βιβλία τοῦ Τίτου Λίβιου, ἀνάγεται στὸν Ρωμαῖο ἱστορικὸ καὶ τὸ δικό του Ab urbe condita (= Ἀπὸ κτίσεως πόλεως -τῆς Ρώμης), ὅπου τὸ πρακτικῶς ἀχανές (ἀκόμα καὶ τοῦ σῳζομένου μέρους) περιορίζεται, ὥστε νὰ ἐναρμονιστῇ στὴν ἀναγεννησιακὴ πραγματικότητα.
Ὅσα φαινομενικῶς ἀπομακρυσμένα μεταξύ τους ἀνέφερα, ὑποδεικνύουν τὴν ἀναγκαιότητα τοῦ πυρηνικὰ ἑνός: τῶν κλασικῶν σπουδῶν, ὥστε (α΄) νὰ τελειωθῇ καὶ νὰ λάβῃ ἐκλέπτυνση τὸ γλωσσικὸ ὄργανο γιὰ τὴν ἔκφραση παραδεδομένων, ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἀνάδυση στὸ φῶς τῆς σαφήνειας πρωτόφαντων νοήματων· (β΄) νὰ προσεγγισθοῦν συστηματικώτερα καὶ βαθύτερα ἄλλες γλῶσσες, ἀρχαῖες καὶ νεώτερες· (γ΄) ν’ ἀναγνωριστοῦν δομικὰ σχήματα στὴν ἱστορία καὶ τὴ λειτουργία τοῦ πολιτισμοῦ μας, ἄλλων παραδόσεων καὶ τῶν πολύπλοκων σχέσεών τους· (δ΄ καί, ἴσως, θεμελιωδέστερο ὅλων καὶ προϋτιθέμενο) ν’ ἀναπτυχθῇ μιὰ συμπαγὴς σκέψη ποὺ δέν πελαγοδρομεῖ στὶς λεπτομέρειες καὶ δέ «σκιάζεται» ἀπὸ τὰ διάφορα ποὺ συναντάει
μές στὴν πολλή συνάφεια τοῦ Κόσμου,
μές στὲς πολλές κινήσεις κι ὁμιλίες
[ἀπὸ τό: Ὅσο μπορεῖς τοῦ Κωνσταντίνου Καβάφη],
γιατ΄ εἶναι δομημένη αὐτὴ μὲ τὰ θεμέλιά της νὰ ποντίζονται μές στὴν ἄβυσσο τῆς Ἱστορίας· ἀτενίζει τὸ νέο μ’ ὑγιὲς αἴτημα οἰκειώσεως ὡς εὐρύχωρη καὶ γενναιόδωρη, δίχως ποτέ ν΄ ἀπουσιάζῃ ἡ ἰδιοπροσωπία. Ἂς συνεχίσῃ, λοιπόν, νὰ λαμβάνῃ ὁ μαθητὴς καὶ φοιτητής, ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ σχολείου καὶ τοῦ Πανεπιστημίου, αὐτὸ τὸ ἐνθουσιαστικὸ πνεῦμα [Στράβων Θ΄ 3 5], ἔχοντας συνείδηση τῆς ἀξίας του, κατὰ τὰ ἰδιαίτερα δεδομένα τῆς κάθ’ ἐποχῆς καὶ τὰ διδάγματα τῆς σύγχρονης Ἔρευνας.
Κτᾶσθαι παραινέσαιμ᾿ ἂν τὰ ἐφόδια,
Θὰ παραινοῦσα νὰ κατακτήσετε τὰ ἐφόδια
– πάντα λίθον, κατὰ τὴν παροιμίαν, κινοῦντας–
– πέτρα νὰ μήν ἀφήσετε ἀσήκωτη!,
καταπὼς λέει ἡ παροιμία –
ὅθεν ἂν μέλλῃ τις ὑμῖν [] ὠφέλεια γενήσεσθαι.
ἂν ἀποκεῖ μέλλῃ κάποιος νὰ σᾶς φανῇ ὠφέλιμος.
Μηδ᾿ ὅτι χαλεπὰ ταῦτα/ καὶ πόνου δεόμενα,
Μήτε, ἐπειδὴ εἶν’ τοῦτα δύσκολα κι ἀπαιτοῦνε κόπο,
διὰ τοῦτ᾿ ἀποκνήσωμεν. []
γι’ αὐτό νὰ διστάσουμε.
Ἐγὼ μὲν οὖν/ ἃ κράτιστα εἶναι κρίνω,
Ἐγὼ λοιπὸν ἀπ’ ὅσα κρίνω πὼς εἶναι τ’ ἄριστα,
τὰ μὲν νῦν εἴρηκα,
ἄλλα τώρα δὰ σᾶς τἄχω πεῖ
τὰ δὲ παρὰ πάντα τὸν βίον ὑμῖν συμβουλεύσω.
κι ἄλλα σ’ ὁλόκληρη τὴ ζωή μου θὰ σᾶς τὰ συμβουλεύω.
Τὰ γενναῖα λόγια τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἀπὸ τὸν λόγο Πρὸς τοὺς νέους, ἀποτελοῦν παραμυθία ψυχῆς, καταπίστευμα πρὸς ἐννόησιν Κόσμου καὶ ἑαυτοῦ, πρὸς πράξιν καὶ στάσιν ἑαυτοῦ ἐντὸς τοῦ Κοσμοῦ.
Σᾶς εὐχαριστῶ.
***
Τὸ ἐπίγραμμα τοῦ Edmund Halley:
In viri Praestantissimi
Isaaci Newtoni
opus hocce
mathematico-physicum
Seculi Gentisque nostrae Decus egregium.
En tibi norma Poli, et divae libramina Molis,
computus en Jovis, et quas, dum primordia rerum
conderet, omnipotens sibi leges ipse Creator
dixerit, atque operum quae fundamenta locarit.
Intima panduntur victi penetralia Coeli,
nec latet, extremos quae Vis circumroter Orbes.
Sol solio residens ad se iubet omnia prono
tendere descensu, nec recto tramite currus
sidereos patitur vastum per inane moveri;
sed rapit immotis, se centro, singula gyris.
Hinc patet, horrificis qua fit via flexa Cometis:
discimus hinc tandem, qua causa argentea Phoebe
passibus haud aequis eat, et cur subdita nulli
hactenus Astronomo numerorum fraena recuset:
cur remeent Nodi, curque Auges progrediantur.
Discimus, et quantis refluum vaga Cynthia Pontum
viribus impellat; fessis dum fluctibus ulvam
deserit, ac nautis suspectas nudat arenas;
alternisve ruens spumantia littora pulsat.
Quae toties animos veterum torsere Sophorum,
quaeque Scholas hodie rauco certamine vexant,
obvia conspicimus; nubem pellente Mathesi:
quae superas penetrare domos, atque ardua Coeli,
Newtoni auspiciis, iam dat contingere Templa.
Surgite Mortales, terrenas mittite curas;
atque hinc coeligenae vires cognoscite Mentis,
a pecudum vita longe longeque remotae.
Qui scriptis primus Tabulis compescere Caedes,
Furta et Adulteria, et periurae crimina Fraudis;
quive vagis populis circumdari moenibus Urbes
auctor erat; Cererisve beavit munere gentes;
vel qui curarum lenimen pressit ab Uva;
vel qui Niliaca monstravit arundine pictos
consociare sonos, oculisque exponere Voces;
Humanam fortem minus extulit; utpote pauca.
In commune ferens miserae solatia vitae.
Iam vero Superis convivae admittimur, alti
Iura poli tractare licet, iamque abdita diae
claustra patent Naturae, et rerum immobilis ordo;
et quae praeteritis latuere incognita saeclis.
Talia monstrantem iustis celebrate Camaenis,
vos qui coelesti gaudetis nectare vesci,
Newtonum clausi referantem scrinia Veri,
Newtonum Musis carum, qui pectore puro
Phoebus adest, totoque incessit Numine mentem:
nec fas est propius Mortali attingere Divos.
Γιὰ τὴν ἔκδοση τῶν Principia, τῆς ὁποίας προτάσσεται τὸ ἐπίγραμμα, βλ. ἐδῶ. Γιὰ τὴ σχέση τοῦ ἐπιγράμματος μὲ τὴν ποίηση τοῦ Λουκρητίου, βλ. ἐδῶ.