Ἡ μέρα ἦταν ἤρεμη, ἀλλὰ βαρετή· ἔφαγε τὸ φαγάκι του, εἶπε δυὸ λόγια στ’ ἀφεντικὸ κ’ ἔπεσε γιὰ ὕπνο. Στὴν ἀρχὴ κάπως δυσκολεύτηκε – εἶναι τελοσπάντων ἄβολη τούτ’ ἡ στάση, καταλαβαίνετε…
Σύντομα, ὅμως, τὰ μάτια του εἶχαν κλείσει καὶ βυθίστηκε μές στὸν ὠκεανὸ τῶν ὀνείρων του: Τὰ χρώματα,.. ἄχ,.. αὐτά τὰ χρώματα – τί πλοῦτος, τί ζωντάνια… Τὰ χρώματα τῆς ἀγάπης του ἔβλεπε καὶ γι’ ἄλλη μιὰ φορὰ τὰ ἐπιθυμοῦσε… Ποῦ νὰ βρισκόταν τώρα;.. Ποῦ! – πόσο μακριά;..
Ποτέ του δὲν ξέχασε κείνους τοὺς ἀπίστευτους συνδυασμούς· πῶς ἀνοίγονταν στὰ βουνὰ καὶ στὶς κορφὲς τῶν δέντρων! Ἄχ, τὰ χρώματα… Κ’ ἐκείνη στὴ μέση νὰ τὴ βλέπῃ καὶ νὰ λειώνῃ ἀπ’ ἀγάπη… μές στὰ ὑπέροχα… χρώματα…
Ξύπνησε ἀπότομα· ὁ ἥλιος μπῆκε ἀπ’ τὸ παράθυρο. Σὲ λίγο ἔφτασε καὶ τ’ ἀφεντικό:
— Καλημέρα, Πέτρο!
— Καλημέρα, Πέτρο!
— Εἶσαι καλά, Πέτρο;..
— Εἶσαι καλά, Πέτρο;..
— Κοιμηθήκαμε καλά;.. Ἔ;
— Κοιμηθήκαμε καλά;.. Ἔεεεεεε;
Χαιρόταν τ’ ἀφεντικό. Μὰ ποῦ νὰ καταλάβῃ πὼς ἀπὸ μέσα ὁ Πέτρος καιγόταν ἀπὸ καημὸ νὰ ξαναπετάξῃ κάτω στὴν πατρίδα, νὰ ξαναντικρύσῃ τὰ χρώματα – νὰ ξανασμίξῃ μὲ τὴν ἀγαπημένη!
Πῶς νὰ νοήσῃ αὐτός, ὁ λεύτερος, τὸ φυλακισμένο;..
Πῶς νὰ συλλάβῃ κείνη τὴν ὀμορφιά – τὰ χρώματα,.. ἄχ,.. αὐτά τὰ χρώματα!..