Συχνά, κατὰ τὴν ἐξέταση ἑνὸς δράματος, τίθεται τὸ ἐρώτημα: Ποιά ἀπ’ τὰ λόγια τῶν προσώπων ἀπηχοῦν προσωπικὲς θέσεις τοῦ δραματουργοῦ; Ἤ γενικώτερα: Τί τοῦ δημιουργοῦ ἔχει ὑπεισέλθη στὸ σκελετὸ τῶν ἡρώων; Ἐδῶ, ὑποκρύπτεται μία προκείμενη: Γιὰ νὰ ἐννοηθῇ καὶ νὰ παρασταθῇ, κιόλας, τὸ ἔργο, προϋποτίθεται ἡ σύλληψη τοῦ δημιουργοῦ ὡς ἄτομο -ἡ βιογραφία τῆς προσωπικότητας. Ἡ ἐποχὴ ἐπηρεάζει — καθορίζει βαθύτατα — τὸ ἀποτέλεσμα. Ὅμως, τούτ’ ἡ ἐπίδραση, ἂν καὶ μᾶλλον ὑπακούῃ σὲ κανονικότητες, δέ μοιάζει μὲ τή «στρωτὴ ροὴ ἑνὸς ρευστοῦ»· παρουσιάζει «τυρβώδη» πολυπλοκότητα, ὅπου ἄπειροι, σχεδόν, «βαθμοὶ ἐλευθερίας» — ἐξίσου σημαντικοὶ γιὰ τὸ καθολικὸ φαινόμενο: τὸ πρόσωπο καὶ τὴν ἐποχή του — συγκλίνουν, ἀποκλίνουν, διαπλέκονται κι ἀποχωρίζονται, κατὰ τὴ δυναμικὴ ἀνέλιξη, μές σ’ ἕνα καταιγιστικὸ πλαίσιο -ὅ,τι ὀνομάζουμε μὲ μιά λέξη καὶ γιὰ νὰ ξεμπερδεύουμε (μὰ δὲν ξεμπερδεύουμε ποτέ): Ἱστορία.
Διαπιστώνω, μάλιστα, κατόπιν ἑορτῆς, πὼς ἀτάκες δικῶν μου χαρακτήρων ὄχι μοναχὰ δὲ μοῦ καλοκάθονται ἀποκομμένες ἀπ’ τὴ δραματικὴ συνθήκη, ἀλλὰ μοῦ γεννοῦν τὴν ἐπιθυμία νά… «πυροβολήσω» καὶ νά «σκοτώσω»… Συγκρατοῦμαι σεβόμενος καὶ τιμῶντας τὴν κοινωνικὴ συνθήκη, γιατὶ κ ο ι ν ω ν ί α (ἢ τὴν ψευδαίσθησή της…) συστήνει ὁ δραματικὸς διάλογος· κατ’ αὐτόν τὸν τρόπο, θ’ ἀναδυθῇ τὸ ὅποιο νόημα ἐν τέλει. Αὐτὸ δέν εἶναι κάποια βαθυστόχαστη σοφία -τοὐναντίον, εἶν’ ἀπ’ τὰ πρῶτα μαθήματα ποὺ λαμβάνει κάποιος. Τὸ θεατρικὸ ἔργο, ἴσως, ἀπαιτεῖ τὸ πλέον «ἐλεύθερο», συμπαθητικὸ στὴ λειτουργία του καί, ταυτόχρονα, ἀποστασιοποιημένο πνεῦμα γιὰ νὰ περαιωθῇ ἡ σύνθεση. Ἡ αὐτονομία τῶν προσώπων δέν εἶναι μ ί α ἐκ τῶν τεχνικῶν -ὄχι!: Ἀποτελεῖ κατ’ ἐξοχὴν εἰδολογικὸ γνώρισμα καὶ στάση ζωῆς γιὰ ὅποιον ἀποτολμᾷ νὰ καταπιαστῇ μὲ τὸ δρᾶμα. Δύσκολη, ἡ ἐπιτυχία -πιθανώτατη, ἡ ἀποτυχία!
Πρωτόπιασα νὰ μεταφράσω, τὸ μπρεχτικὸ Βίο τοῦ Γαλιλέι -προτοῦ ξεκινήσω τὶς σπουδές μου ὡς ἠθοποιός. Ἐκεῖ, μοῦ δημιουργοῦσε δυσανεξία ἡ συνεχῶς ἐντεινόμενη ἐντύπωση: Μὰ καλά, μιά ἔτσι καὶ μιά ἀλλιῶς;! Κι ὅμως: Ἀλλιώτικα, ἀναποδογυρισμένα καὶ ξανά-μανὰ ἀνάκατα καί, πάλι, ὄχι χ ά ο ς! Ὅ,τι ἀπαιτεῖ ἡ δράση καὶ θὰ οἰκοδομήσῃ σιγά-σιγὰ τό «σύμπαν»… Κι ὅσο μεγαλύτερη ἡ, φαινομενική, ἀσυνέπεια, τόσο βαθύτερη κ’ ἐντελέστερη ἡ μίμηση. Καθὼς προχωροῦσαν ἡ μελέτη στ’ ἀρχαῖα καὶ κλασσικὰ κείμενα κι ὁ ἀγώνας μὲ συγκεκριμένους ρόλους, ἑδραιωνόταν περισσότερο ἡ ὑποψία.
Ὁ Ἑρρῖκος Ἴψεν δήλωνε, σὲ κάθε τόνο, πὼς τὰ πάντα — κάθε στοιχεῖο τῶν χαρακτήρων — ξεπηδάει ἀπ’ τὴν προσωπική του διαπάλη μὲ τὸν Κόσμο καί, κυρίως, τὸν ἑαυτό του -τὸ μέρος κεῖνο ποὺ φανταζόμαστε (μὴ γράψω: φαντασιωνόμαστε) πὼς κατέχουμε καλύτερα ἀπὸ κάθε ἄλλο… Πράγματι. Ἂν συστηματικὰ καθήσῃ κάποιος καὶ βάλῃ κάτω τὶς πληροφορίες γιὰ τὴ ζωή του, δέ θὰ διαφωνήσῃ σὲ πολλὰ μαζί του… Παραταῦτα, τὸ κλειδὶ ποὺ δίδει ὁ ἴδιος γιὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ ἔργου του, ἐξαντλεῖ τὴ δημιουργία;.. Λ.χ. ἂς σκεφτοῦμε τὸν Πέερ Γκύντ: Νέος εὐειδής, καρδιοκαταχτητής, ἀνέμελος, ἐξόχως ἀνεύθυνος -βασανιστικά καταδικασμένος νάν’ ἀρκετὸς γιὰ τὸν ἑαυτό του… Δηλαδή, νὰ ἐφευρίσκῃ τὴν ὕπαρξή του, ὥστε νὰ συμμορφώνεται σ’ ὅ,τι προσλαμβάνει ὡς ἑαυτό, ἢ ὡς ἐπιδίωξη ἑαυτοῦ. Ὁ βαθμὸς ποὺ τὸ ἐπιθυμεῖ αὐτὸ καὶ τὸ καταφέρνει, μέτρο τῆς τραγῳδίας του. Ὁ ποιητὴς μπολιάζει τὸν ἥρωα (καθὼς καὶ τὰ ὑπόλοιπα πρόσωπα) μὲ στοιχεῖα του κι ἀναπλάθει ἥρωα καὶ πρόσωπο δικό του — νά μᾶλλον ἡ οἰκεία ἡδονὴ τοῦ δραματουργοῦ –, γιατὶ τὰ ὑλικὰ δέν ἐξαντλοῦν τὸ μοναδικὸ σύνολο Πέερ..- πόσο, μᾶλλον, νὰ φτουρήσουνε γιὰ τὸ πραγματικὸ πρόσωπο Ἑρρῖκος!..
Ὅμως, στὴν περίπτωση μιᾶς Ὦσε, μιᾶς Νόρα, μιᾶς Ἕντα Γκάμπλερ ἢ μιᾶς Ρεμπέκα Βέστ, ἐκεῖ, τί συμβαίνει;.. Πῶς καταφέρνει καὶ ζωντανεύει πειστικά (ἐφόσον τὸ ἀποδεχθοῦμε) τὰ πρόσωπα;.. Θὰ πῇ κάποιος: Στὸν ἄνδρα κρύβεται αἴσθηση τῆς γυναίκας καὶ στὴ γυναῖκα αἴσθηση τοῦ ἀνδρός· θὰ ὑποστηρίξῃ πώς, ἐν κατακλείδι, ἐνδιάθετα εἶν’ ὅλα, ἤ: μαθαίνουνε ἀπ’ τῶν ἄλλων τὰ παθήματα (πάθει μάθος). Ναί, μὰ κάτι μένει ἔξω ἀπ’ τὸ λογαριασμό: Ὁ Ἴψεν ἔ β λ ε π ε, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ὅ,τι πάθαινε μιὰ γυναῖκα τῆς ἐποχῆς του, δέν τόνοιωθε π ά ν ω τ ο υ! Μεγάλη ἡ διαφορά… Ὁ ὀξύνους, μ’ ὅλες τὶς ἀποχρώσεις τῆς λέξης, συναισθάνεται τὸ συνάνθρωπο· συμμετέχει στὸ αἴτημά του γιὰ ἐλευθερία κι αὐτοδιάθεση. Ξέρει, ὅμως,.. ὅποιος δέ βρίσκεται στὸ χορό, τὴ λύση γιὰ κεῖνον ποὺ χορεύει;.. Κι ἂν ὑπάρχουν, ἔστω, ὑπαινιγμοὶ μιᾶς λύσης ἢ στάσης, δέ νομίζω πὼς ἀνάγονται στὴν προγενέστερη σοφία τοῦ δραματουργοῦ, ἀλλὰ στὴν κερδισμένη-κατακτημένη, ἀφότου παιχτῇ μιά φορὰ τοὐλάχιστον μέσα του τὸ δρᾶμα -μ’ ἄλλα λόγια: ἀφότου ὁ λ ο κ λ η ρ ω θ ῇ ἡ σύνθεση. Ἡ ροὴ τοῦ διαλόγου καὶ τῆς πλοκῆς θὰ τὸν καταστήσουν ἄξιο μιμητὴ γιὰ τὸ τόσο μακρινό, μὰ καὶ τόσο κοντινό, ἕτερο.
Δέ γνωρίζω κιόλας ἂν ἔχουν ἄλλον πιό ἀξιόπιστον ὁδηγό, οἱ τεχνίτες τῆς Σκηνῆς, πέραν τῆς ἴδιας τῆς πλοκῆς καὶ τῶν ποιοτήτων, καθὼς ἀποκρύπτωνται κι ἀποκαλύπτωνται ἀδιαλείπτως στὸ ροῦ τοῦ δραματικοῦ διαλόγου. Πολλά βοηθᾶνε, μὰ ὁ ὑγιὴς πραγματισμός — ὁ χειρισμὸς τοῦ πρωτογενοῦς ὑλικοῦ — ποτέ δὲν ἔβλαψε…